Έχοντας περάσει επτά χρόνια μελετώντας παιδιά με υψηλές επιδόσεις και μιλώντας με δεκάδες μαθητές και γονείς, η βραβευμένη δημοσιογράφος και συγγραφέας, Jennifer Breheny Wallace, αναλύει στο CNBC την τάση που θεωρεί ότι διαμορφώνει την αυτοαντίληψη των νέων και η οποία ανησυχεί ιδιαιτέρως την ίδια.
Όπως αναφέρει λοιπόν, τα περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν στηρίζοντας την ευημερία τους και την ευτυχία τους στις σχολικές τους επιδόσεις (βαθμοί, κατατάξεις κλπ), αποτιμώντας συνεχώς την αξία τους σε άψυχους αριθμούς. Σε ορισμένες οικογένειες μάλιστα, η επιτυχία καταλαμβάνει τόσο κεντρική θέση, ώστε τα παιδιά αρχίζουν να αναρωτιούνται αν η αγάπη των γονιών τους εξαρτάται από το πόσο καλά τα καταφέρνουν.
Η Wallace επισημαίνει ότι, παρότι η κουλτούρα της επίδοσης υπόσχεται «ανοιχτές πόρτες» και ένα καλύτερο μέλλον, η έρευνα δείχνει το αντίθετο: η αδιάκοπη πίεση καλλιεργεί την τελειομανία, η οποία συνδέεται με αυξημένα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης στους νέους.
Το κρίσιμο ερώτημα, σύμφωνα με την ίδια, είναι, πώς μπορούν οι γονείς να προστατεύσουν τα παιδιά τους από αυτή τη στενή αντίληψη της επιτυχίας. Η απάντηση που προτείνει είναι μια στροφή της προσοχής προς τα έξω. Όταν τα παιδιά μετακινούνται από το «πώς τα πάω;» στο «πού μπορώ να φανώ χρήσιμος;», αναπτύσσουν μια πιο σταθερή ταυτότητα, βασισμένη στη συνεισφορά και όχι μόνο στην απόδοση.
Σύμφωνα με την Wallace λοιπόν, οι γονείς για την ιδανική ανατροφή των παιδιών τους οφείλουν:
Η Wallace αφηγείται ιστορίες οικογενειών όπου τα παιδιά, μέσα από απλές πράξεις βοήθειας, βίωσαν αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν helper’s high: τη θετική συναισθηματική ανταμοιβή που συνοδεύει την προσφορά.
Σύμφωνα με την ίδια, ερωτήσεις όπως «τι νομίζεις ότι χρειάζεται σήμερα;» ή «ποιος θα μπορούσε να χρειάζεται βοήθεια;» βοηθούν τα παιδιά να κοιτούν πέρα από τον εαυτό τους. Τακτικές μικρές πράξεις φροντίδας ενισχύουν την αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα.
Σε άλλες οικογένειες που μελέτησε, η συνεισφορά ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα μέσα από μικρές ευθύνες στο σπίτι. Με τον καιρό, τα παιδιά άρχισαν να βλέπουν τον εαυτό τους όχι απλώς ως παιδιά που «βοηθούν πού και πού», αλλά ως ενεργά μέλη που συμβάλλουν ουσιαστικά.
Έρευνες που επικαλείται δείχνουν ότι όταν τα παιδιά αναγνωρίζονται «ως βοηθοί» (και όχι απλώς για μια μεμονωμένη πράξη) αυξάνεται η διάθεσή τους να συμμετέχουν. Η αίσθηση χρησιμότητας λειτουργεί προστατευτικά απέναντι στο στρες.
Η Wallace τονίζει ότι τα παιδιά δεν αρκεί να βλέπουν τους γονείς τους να βοηθούν· χρειάζεται να κατανοούν και το γιατί. Όταν οι ενήλικες εξηγούν τις πράξεις φροντίδας τους, δίνουν στα παιδιά ένα νοητικό πλαίσιο και ένα «εσωτερικό σενάριο» που μπορούν να υιοθετήσουν.
Σε μια κοινωνία που συχνά μετρά τους νέους με βάση επιδόσεις και δείκτες, η Wallace υποστηρίζει ότι η στροφή προς τη συνεισφορά αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά αντίδοτα στην τοξική πίεση της επιτυχίας.
Όταν τα παιδιά μαθαίνουν ότι η αξία τους δεν εξαντλείται σε βαθμούς ή διακρίσεις, αποκτούν μια πιο γειωμένη αίσθηση του εαυτού τους και έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στον κόσμο.
Περισσότερες ειδήσεις
Ανατροφή παιδιών και δαπάνες: Πόσα ξοδεύουν οι Ευρωπαίοι – Ποιες χώρες στέκονται δίπλα στον πολίτη
Πειθαρχία: Ξεκινά από το σπίτι και χτίζεται σταδιακά
Πώς να προστατεύσετε το παιδί σας από τη μοναξιά με τρεις απλούς τρόπους