Για τα όρια δόμησης και για τη νομοθετική ρύθμιση που παρέχει πολεοδομική ασφάλεια στους οικισμούς με λιγότερους από 2.000 κατοίκους τοποθετήθηκε ο Νίκος Ταγαράς, μιλώντας σήμερα (2/7) στην ΕΡΤ.
Όπως διευκρίνισε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η πλήρης τακτοποίηση θα προέλθει μέσα από τα Τοπικά και Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια, που αναμένεται να εγκριθούν σταδιακά μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια, ενώ ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται περίπου στο 1 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ) με αποφάσεις του 2017 και του 2019 είπε ότι δεν είχαν αρμοδιότητα οι νομάρχες να οριοθετήσουν τα όρια του οικισμού σύμφωνα με το διάταγμα του 1985.
Η απόφαση αυτή είχε ως συνέπεια να ακυρωθούν τα όρια δόμησης σε τουλάχιστον 150 οικισμούς – μεταξύ αυτών σε Πήλιο και Ρέθυμνο – και να παγώσουν οι οικοδομικές άδειες ακόμα και στο κέντρο των χωριών, ενώ θεωρητικά κινδυνεύουν περίπου 12.000 οικισμοί κάτω των 2.000 κατοίκων σε όλη τη χώρα.
Αυτό σήμαινε ότι και όποιος άλλος από τους 12.000 περίπου οικισμούς που είναι κάτω από 2.000 κατοίκους, κινδύνευε και κινδυνεύει μετά από μια προσφυγή να ακυρωθούν τα όρια του και να μην μπορεί να εκδώσει άδεια όχι μόνο για τα άκρα του οικισμού, αλλά και στον πυρήνα και στην πλατεία του χωριού. Γι’ αυτό και στο Πήλιο και στο Ρέθυμνο, μετά την έκδοση της απόφασης Συμβουλίου Επικρατείας δεν εκδίδονται οικοδομικές άδειες.
Ο υφυπουργός διευκρίνισε ότι η ρύθμιση αφορά κυρίως οικισμούς κάτω των 700 κατοίκων -που αποτελούν το 93% των οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων– και ουσιαστικά επιτρέπει τη συνέχιση της δόμησης με βάση τα όρια που ίσχυαν μέχρι σήμερα από αποφάσεις των νομαρχών. «Όπως έχτιζαν μέχρι σήμερα, έτσι θα συνεχίσουν να χτίζουν» σημείωσε, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες έγκρισης των νέων τοπικών πολεοδομικών σχεδίων.
Ο κ. Ταγαράς χαρακτήρισε τη ρύθμιση ως «ανάχωμα στην πολεοδομική αναρχία», επισημαίνοντας ότι η πλειονότητα των μικρών οικισμών παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο πόλης, κάτι που είχε δημιουργήσει έντονη ασάφεια για τους ιδιοκτήτες και τους μηχανικούς, και σοβαρές καθυστερήσεις στην έκδοση αδειών.
Τέλος, έκανε λόγο για ιστορικά κενά που χρονολογούνται από το 1923 και τα οποία πλέον καλύπτονται, βάζοντας σε τροχιά τακτοποίησης έναν από τους πιο χαοτικούς τομείς της ελληνικής πολεοδομικής πραγματικότητας.