Να περιορίσει κατά το δυνατόν την υποβολή δικαστικών προσφυγών με βασική επιχειρηματολογία την επιτάχυνση υπογραφής των δημοσίων συμβάσεων και της εκτέλεσης των έργων, επιδιώκει ο πολλαπλασιασμός του κόστους των παραβόλων προσφυγής, ο οποίος συμπεριλήφθηκε σε διάταξη στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης που συζητείται αυτές τις ημέρες στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Οι ρυθμίσεις τροποποιούν για πολλοστή φορά τον νόμο 4412/2016 περί δημοσίων συμβάσεων, με στόχο – όπως αναφέρεται – την επιτάχυνση των διαδικασιών ανάθεσης και την αποτροπή καταχρηστικών προσφυγών. Στο επίκεντρο των αντιδράσεων βρίσκεται το άρθρο 30, που περιλαμβάνει σημαντικές μεταβολές στη δικαστική προσβολή των αποφάσεων, κυρίως ως προς τα παράβολα που απαιτούνται για την προσφυγή.
Η νέα ρύθμιση προβλέπει μεγάλη αύξηση του παραβόλου για την υποβολή αίτησης ακύρωσης ή ένδικων μέσων. Συγκεκριμένα, το παράβολο υπολογίζεται πλέον σε ποσοστό 0,5% επί της αξίας της σύμβασης – από 0,1% που ίσχυε – με ανώτατο όριο τις 50.000 ευρώ, έναντι 5.000 ευρώ προηγουμένως και κατώτατο όριο τα 1.500 έναντι 500 ευρώ που ίσχυε. Επιπλέον, δίνεται στο δικαστήριο η ευχέρεια να επιβάλει τετραπλάσιο ποσό (έως και 2% της σύμβασης), αν κρίνει την αίτηση καταχρηστική ή πρόδηλα αβάσιμη. Παράλληλα, τίθεται αυστηρή προθεσμία δύο ημερών για την κοινοποίηση της αίτησης ακύρωσης.
Το υπουργείο επικαλείται δεδομένα που προκύπτουν από τον πίνακα αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της δικαιοσύνης για το έτος 2024, σύμφωνα με τα οποία, η Ελλάδα βρίσκεται στην έβδομη υψηλότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως προς τον αριθμό των υποθέσεων που εισέρχονται στα διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος βαίνει αυξανόμενος τα τελευταία έτη. Σύμφωνα με το EU Single Market Scoreboard (Public Procurement) για το έτος 2023, ο χρόνος που μεσολαβεί στην Ελλάδα μεταξύ του χρόνου λήξης της προθεσμίας υποβολής των προσφορών και της ανάθεσης της σύμβασης, είναι κατά μέσο όρο 212 ημέρες. Μέρος των καθυστερήσεων που παρατηρούνται, οφείλεται και στη χαμηλή ταχύτητα της λήψης αποφάσεων σε προδικαστικό και δικαστικό επίπεδο, που οφείλεται, με τη σειρά της, και στην υπερφόρτωση των διοικητικών δικαστηρίων με μεγάλο αριθμό υποθέσεων συναρτήσει του πληθυσμού της.
Επιπλέον προβλέπεται ότι η αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη αν δεν κοινοποιηθεί εντός δύο ημερών από την έκδοση της σχετικής πράξης του δικαστηρίου στα ενδιαφερόμενα μέρη. Στην ίδια κατεύθυνση το νομοσχέδιο μειώνει και την προθεσμία για την υποβολή προδικαστικής προσφυγής στις 15 από τις 25 ημέρες.
Αντιδρούν οι μικρές τεχνικές εταιρίες
Έντονη ήταν η αντίδραση των εκπροσώπων των μικρότερων εργοληπτικών εταιριών, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στο πλαίσιο εξέτασης εξωκοινοβουλευτικών προσώπων υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων πως η ρύθμιση βρίσκεται στα όρια της συνταγματικότητας και θα αποθαρρύνει τους μικρότερους παίκτες από την υποβολή προσφυγών με αποτέλεσμα λιγότερο έλεγχο στις ανατεθείσες εργολαβίες.
Η νομική σύμβουλος της Πανελλήνιας Ένωσης Διπλωματούχων Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΔΜΕΔΕ), Ευφροσύνη Ζηροπούλου, με αφορμή το άρθρο 30, επεσήμανε ότι η αύξηση των παραβόλων, αντί να εξυπηρετεί τον σκοπό της διαφάνειας, καταλήγει να καθιστά τη δικαιοσύνη λιγότερο προσβάσιμη, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες τεχνικές εταιρείες που δεν διαθέτουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους. Όπως σημείωσε, η υπερβολική οικονομική επιβάρυνση λειτουργεί αποτρεπτικά στην άσκηση ένδικων μέσων, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει στη μη αμφισβήτηση διοικητικών πράξεων ακόμα κι αν αυτές παρουσιάζουν παρατυπίες. Επίσης, υπογράμμισε τον ρόλο των προσφυγών όχι μόνο ως μέσων δικαστικής προστασίας αλλά και ως εργαλείου ελέγχου της νομιμότητας των διαδικασιών, ενώ προσέθεσε πως εγείρει ζητήματα συμβατότητας με το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.
Αντίστοιχες ανησυχίες διατύπωσε ο Φώτης Κουβουκλιώτης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΣΕΔΕ), ο οποίος κατήγγειλε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αντιμετωπίζει παθογένειες, αλλά δημιουργεί νέες ανισότητες, περιορίζοντας ουσιαστικά την πρόσβαση των πολιτών και των επιχειρήσεων στη δικαιοσύνη. Χαρακτήρισε την αύξηση του παραβόλου έως και στα 50.000 ευρώ αποτρεπτική και δυσανάλογη, ενώ επεσήμανε ότι η αυστηρή διήμερη προθεσμία για την κοινοποίηση της αίτησης ακύρωσης παραβλέπει τις πρακτικές δυσκολίες των ενδιαφερομένων και μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη προσφυγών για καθαρά τυπικούς λόγους.
Επίσης, τόνισε ότι η μείωση της προθεσμίας για την προδικαστική προσφυγή από 25 σε 15 ημέρες αφαιρεί πολύτιμο χρόνο για τον εντοπισμό φωτογραφικών ή προβληματικών όρων στις διακηρύξεις, ιδίως από μικρότερες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν οργανωμένες νομικές υπηρεσίες.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η τοποθέτηση της Καλλιόπης -Λήδας Παπαγεωργίου, μέλους του ΣΑΤΕ, η οποία σχολίασε πως πρόκειται για ακόμα ένα νομοσχέδιο που συντάχθηκε «για εμάς χωρίς εμάς». Ειδικότερα, έκανε λόγο για σοβαρό αντικίνητρο προσφυγής λόγω της απειλούμενης επιβολής πρόσθετου ποσού 2% και της ραγδαίας αύξησης των παραβόλων.
Υπογράμμισε πως η συρρίκνωση του διαστήματος προσβολής διακήρυξης από 25 σε 15 ημέρες θέτει σε μειονεκτική θέση τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της αγοράς, και συνήθως δεν έχουν δυνατότητα άμεσης νομικής αντίδρασης. Επιπλέον, η κυρία Παπαγεωργίου επεσήμανε την ανεπάρκεια των στατιστικών στοιχείων που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της ρύθμισης, καθώς αυτά προέρχονται από την περίοδο της πανδημίας (2020) και δεν αντικατοπτρίζουν τη σημερινή πραγματικότητα.
Θέμα συνταγματικότητας θέτουν ΟΚΕ και ΕΑΔΗΣΥ
Σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αναλογικότητα και τη συνταγματικότητα της πρότασης διατύπωσαν όμως και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) και η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ). Στην έκθεσή της η ΟΚΕ επισημαίνει πως η δραστική αύξηση των παραβόλων χωρίς σαφώς προσδιορισμένα και αιτιολογημένα κριτήρια πολλαπλασιασμού τους, ενδέχεται να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και να θέτει ζητήματα προσβασιμότητας στη δικαιοσύνη. Παράλληλα, εκφράζεται ανησυχία για την απουσία εχέγγυων αντικειμενικότητας στον χαρακτηρισμό μιας προσφυγής ως «προδήλως αβάσιμης», με κίνδυνο επιβολής τιμωρητικών προστίμων χωρίς σαφή αιτιολογία.
Πέρα από το θέμα των παραβόλων, αρκετοί φορείς εκφράζουν παρατηρήσεις και για την ανάγκη ενιαίας κωδικοποίησης του ν. 4412/2016, επισημαίνοντας ότι η διαδοχική προσθήκη αποσπασματικών τροποποιήσεων δημιουργεί πολυνομία και σύγχυση, ιδίως για τους μικρότερους φορείς που δεν διαθέτουν εξειδικευμένες νομικές ομάδες.