Η περίοδος 2021–2030 έχει ανακηρυχθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως Δεκαετία για την Περιβαλλοντική Αποκατάσταση των Οικοσυστημάτων. Η παγκόσμια επιστημονική και πολιτική κοινότητα περνά συνειδητά από την απλή προστασία της φύσης, στη συνειδητή, οργανωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη αποκατάσταση των οικοσυστημάτων που έχουμε ήδη υποβαθμίσει.
Η Δεκαετία του ΟΗΕ για την Αποκατάσταση των Οικοσυστημάτων θεμελιώνεται θεσμικά σε αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, με κεντρικό άξονα το ψήφισμα A/RES/73/284 (2019), και υλοποιείται από το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ (UNEP) και τον FAO. Συνδέεται άρρηκτα με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, ιδίως τους SDGs 6, 13, 14 και 15, με τη Συμφωνία του Παρισιού, αλλά και με το Παγκόσμιο Πλαίσιο για τη Βιοποικιλότητα Kunming–Montreal, που θέτει σαφή παγκόσμιο στόχο αποκατάστασης τουλάχιστον του 30% των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων έως το 2030.
Η αποκατάσταση της φύσης συνδέεται όμως άμεσα και με την ασφάλεια των κοινωνιών μας. Με το νερό που πίνουμε, την τροφή που παράγουμε, την ανθεκτικότητα απέναντι στις φυσικές καταστροφές, αλλά και με τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών. Η κλιματική κρίση δεν αφήνει πλέον περιθώρια αναμονής, μας υποχρεώνει να δράσουμε προληπτικά και όχι εκ των υστέρων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη μετατρέψει αυτή την παγκόσμια φιλοδοξία σε συγκεκριμένη πολιτική δέσμευση. Με τον νέο Κανονισμό για την Αποκατάσταση της Φύσης (Nature Restoration Law), στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της Στρατηγικής της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα 2030, θέτει για πρώτη φορά δεσμευτικούς, νομικά υποχρεωτικούς στόχους αποκατάστασης για τα κράτη-μέλη.
Ο Κανονισμός αυτός προβλέπει, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση τουλάχιστον του 20% της χερσαίας και θαλάσσιας επικράτειας της Ένωσης έως το 2030, την αποκατάσταση ποταμών με ελεύθερη ροή, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας δασών και γεωργικών οικοσυστημάτων και ειδικές παρεμβάσεις για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και τις παράκτιες ζώνες. Η Ευρώπη δεν αρκείται πλέον στο «να μη χειροτερεύουν τα πράγματα». Απαιτεί να βελτιώνονται με μετρήσιμα αποτελέσματα, εθνικά σχέδια εφαρμογής και σαφή χρονοδιαγράμματα.
Σε αυτό το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, η Ελλάδα έχει έναν διπλό ρόλο. Από τη μία πλευρά, είναι μια χώρα εξαιρετικά πλούσια σε βιοποικιλότητα, με μοναδικά θαλάσσια οικοσυστήματα, εκτεταμένες ακτογραμμές, υγροτόπους διεθνούς σημασίας και ορεινούς όγκους υψηλής οικολογικής αξίας. Από την άλλη, είναι μια χώρα που βιώνει έντονα τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης: δασικές πυρκαγιές, λειψυδρία, διάβρωση ακτών, απώλεια εδαφών και οικοσυστημικών υπηρεσιών.
Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα διαθέτει ήδη σημαντικά θεμέλια: το πλαίσιο προστασίας της βιοποικιλότητας, τη σύγχρονη περιβαλλοντική αδειοδότηση, τη νομοθεσία για τη διαχείριση υδάτων, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και διαχείριση περιοχών Natura 2000. Παράλληλα, μέσα από τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα, την Εθνική Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα και τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να περάσουμε από την αποσπασματική προστασία στη συστηματική αποκατάσταση.
Η αποκατάσταση της φύσης δεν μπορεί, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται ως πολυτέλεια ή ως δευτερεύουσα πολιτική. Είναι αναπτυξιακή επιλογή, εργαλείο πρόληψης φυσικών καταστροφών και επένδυση στο μέλλον της χώρας. Κάθε ευρώ που επενδύεται στην αποκατάσταση οικοσυστημάτων επιστρέφει πολλαπλάσιο όφελος στην οικονομία, στην κοινωνία και στη δημόσια ασφάλεια.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τη χώρα μας; Πρώτον, χρειάζεται ένα συνεκτικό Εθνικό Σχέδιο Αποκατάστασης Οικοσυστημάτων, όπως προβλέπεται και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, με σαφείς προτεραιότητες ανά περιφέρεια και οικοσύστημα. Δεν υπάρχουν οριζόντιες λύσεις· υπάρχουν στοχευμένες παρεμβάσεις.
Δεύτερον, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αποκατάσταση δασών μετά από πυρκαγιές, στη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων και στην προστασία και επαναφορά των θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων της Μεσογείου. Εκεί κρίνεται σε μεγάλο βαθμό και η επισιτιστική και τουριστική μας ανθεκτικότητα.
Τρίτον, απαιτείται πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών και εθνικών χρηματοδοτικών εργαλείων, με διαφάνεια, επιστημονική τεκμηρίωση και έλεγχο αποτελεσματικότητας. Η αποκατάσταση της φύσης δεν είναι κόστος· είναι επένδυση υψηλής απόδοσης.
Τέλος, καμία πολιτική αποκατάστασης δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. Οι δήμοι, οι περιφέρειες, οι επιστήμονες, οι παραγωγοί και οι νέοι άνθρωποι πρέπει να είναι συμμέτοχοι και όχι απλοί παρατηρητές.
Η Δεκαετία της Αποκατάστασης μάς καλεί να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τη φύση με όρους ευθύνης και προνοητικότητας. Για την Ελλάδα, είναι μια ευκαιρία να μετατρέψει την περιβαλλοντική πρόκληση σε στρατηγικό πλεονέκτημα και να αναδειχθεί σε παράδειγμα βιώσιμης μετάβασης στη Μεσόγειο.
*Άρθρο της Δρος Διονυσίας-Θεοδώρας Αυγερινοπούλου, Προέδρου της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής