MENU

Big Oil: Απόδοση ή επιβίωση; Οι μετοχές «φλέγονται», τα μετρητά στερεύουν

Οι κολοσσοί ενέργειας ισορροπούν σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην ικανοποίηση των επενδυτών και τα «σφιχτά» ταμεία

Η παρατεταμένη πτώση των τιμών του πετρελαίου εντείνει τις πιέσεις στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης (Big Oil), αναφορικά με τη δέσμευσή τους να επιστρέφουν μετρητά στους μετόχους.

Οι δυτικοί ενεργειακοί κολοσσοί, όπως οι Shell, BP, ExxonMobil και άλλοι, παραδοσιακά επιδιώκουν να διατηρούν ικανοποιημένους τους επενδυτές τους μέσω προγραμμάτων επαναγοράς μετοχών (buybacks) και μερισμάτων. Παρά τα σχετικά ισχυρά αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, οι επικεφαλής των εταιρειών εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι μπορούν να συνεχίσουν να επιβραβεύουν τους μετόχους, σύμφωνα με όσα μεταδίδει το CNBC.

Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές δεν είναι τόσο αισιόδοξοι σχετικά με αυτή τη στρατηγική, επικαλούμενοι την επιδείνωση των ισολογισμών των εταιρειών και τη ραγδαία πτώση των τιμών του πετρελαίου.

Οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει πάνω από 12% από τις αρχές του 2025, εν μέσω διαρκών ανησυχιών για τη ζήτηση και της απρόβλεπτης εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Ο Espen Erlingsen, επικεφαλής ανάλυσης upstream στη Rystad Energy, ανέφερε πως η πρόσφατη μεταβλητότητα στις αγορές έχει αφήσει τις μεγάλες εταιρείες με ελάχιστες οικονομικά συμφέρουσες επιλογές για επανεπενδύσεις, διατηρώντας παράλληλα ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο επιστροφών κεφαλαίου.

«Καθώς εταιρείες όπως η Shell και η ExxonMobil συνεχίζουν επιθετικά προγράμματα επαναγοράς μετοχών, παρά τις συρρικνωμένες ταμειακές εισροές, τίθεται υπό αμφισβήτηση η βιωσιμότητα αυτών των στρατηγικών. Για την ώρα κρατούν τη γραμμή. Αν όμως οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν χαμηλές, οι αναπροσαρμογές είναι αναπόφευκτες», σημειώνει ο Erlingsen.

Τα buybacks, λόγω της ευελιξίας τους σε σχέση με τα μερίσματα, είναι «η πρώτη βαλβίδα αποσυμπίεσης» που θα ενεργοποιηθεί, όπως επισημαίνει. Η πτώση των τιμών σημαίνει λιγότερα διαθέσιμα μετρητά για επιστροφή στους επενδυτές.

Η ανησυχία για τη βιωσιμότητα των επιστροφών κεφαλαίου ενισχύεται μετά από μια χρονιά-ρεκόρ στις αποδόσεις.

Σύμφωνα με τη Rystad, το συνολικό ποσό που διανεμήθηκε από τις Shell, BP, TotalEnergies, Eni, ExxonMobil και Chevron το 2024 ανήλθε σε 119 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.

Το ποσοστό διανομής (payout ratio), δηλαδή το ποσοστό των λειτουργικών ταμειακών ροών που διανέμεται στους μετόχους, εκτινάχθηκε στο 56% το 2024, πολύ πάνω από το συνηθισμένο εύρος του 30%-40% την περίοδο 2012–2022.

Εάν αυτές οι αποδόσεις διατηρηθούν και μέσα στο 2025, η Rystad προβλέπει ότι οι εταιρείες θα διανείμουν πάνω από το 80% των ταμειακών τους ροών στους μετόχους — σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του πρώτου τριμήνου.

Στο «σημείο μέγιστης αδυναμίας»

Αναλυτές της Bank of America είχαν ήδη προειδοποιήσει από τις αρχές του έτους, σε σημείωμά τους με τίτλο “bye-bye buybacks?”, για πιθανές περικοπές στις επιστροφές κεφαλαίου, ιδίως από εταιρείες με ήδη πιεσμένους ισολογισμούς.

Η τράπεζα ανέφερε χαρακτηριστικά τις BP, Repsol και Eni. Αντίθετα, μόνο οι Shell, TotalEnergies και Equinor φαίνεται να είναι σε θέση να διατηρήσουν τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών για το 2025.

Μέχρι στιγμής, η BP είναι η μοναδική μεγάλη ευρωπαϊκή ενεργειακή εταιρεία που έχει περιορίσει τα buybacks, μειώνοντάς τα από 1,75 δισ. δολάρια στο προηγούμενο τρίμηνο σε 750 εκατ. δολάρια.

Η βρετανική εταιρεία, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο φημών περί εξαγοράς, ανέφερε επίσης σημαντικά μειωμένες ταμειακές ροές και αυξανόμενο καθαρό χρέος για το πρώτο τρίμηνο.

Η Lydia Rainforth, επικεφαλής ερευνών στον τομέα ενέργειας στην Barclays, δήλωσε πως το μέλλον της BP φαίνεται «πραγματικά αισιόδοξο» — εφόσον αντέξει τους επόμενους έξι μήνες.

«Αν πρέπει να προσδιορίσουμε το “σημείο μέγιστης αδυναμίας” για την BP, είναι αυτό το εξάμηνο. Το χρέος αυξάνεται, η παραγωγή συνεχίζει να πέφτει έως τα μέσα του 2026. Αν όμως όλα πάνε καλά, η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων —όπως το τμήμα λιπαντικών που θα μπορούσε να αποφέρει 12 έως 15 δισ. δολάρια— θα μειώσει το χρέος και οι περικοπές κόστους θα αρχίσουν να αποδίδουν. Από το 2026, αναμένεται και ανάκαμψη στην παραγωγή», εξήγησε η Rainforth.

Σχετικά Άρθρα