Τα παγκόσμια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν, ωθώντας τον ενεργειακό τομέα σε μια δαπανηρή μάχη για τη διατήρηση της παραγωγής, σύμφωνα με νέα έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
Από το 2019, η βιομηχανία πετρελαίου έχει ξοδέψει «σχεδόν το 90% των ετήσιων επενδύσεων» στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, ή περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, απλώς και μόνο για να ανακόψει την πτώση της παραγωγής στα υπάρχοντα κοιτάσματα, δήλωσε ο Fatih Birol, επικεφαλής του οργανισμού που εδρεύει στο Παρίσι, στην ίδια μελέτη.
Η διατήρηση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σταθερά επίπεδα θα απαιτούσε την ανάπτυξη νέων πόρων, τονίζει η έκθεση.
Δαπάνες για να… μείνει σταθερή η παραγωγή
Ακόμη και με τις συνεχείς επενδύσεις στα υφιστάμενα κοιτάσματα, η ανάλυση του IEA έδειξε ότι θα απαιτούνταν περισσότερα από 45 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως και σχεδόν 2.000 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου από νέα συμβατικά κοιτάσματα μέχρι το 2050, προκειμένου η παραγωγή να διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα.
«Αυτό θα ήταν ισοδύναμο με την προσθήκη της συνολικής παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου των τριών κορυφαίων παραγωγών παγκοσμίως μαζί. Οι ποσότητες θα μπορούσαν να μειωθούν μόνο αν η ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο μειωθεί», αναφέρει η έκθεση.
Οι ρυθμοί μείωσης της παραγωγής ποικίλλουν ευρέως ανάλογα με τον τύπο των κοιτασμάτων και τις γεωγραφικές περιοχές. «Τα τεράστια υπερκοιτάσματα πετρελαίου στην ξηρά της Μέσης Ανατολής μειώνονται κατά λιγότερο από 2% ετησίως, ενώ τα μικρότερα υπεράκτια κοιτάσματα στην Ευρώπη έχουν μέσο όρο μείωσης άνω του 15% ετησίως», σημειώνει ο ΙΕΑ.
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης ότι απαιτούνται κατά μέσο όρο σχεδόν 20 χρόνια για να περάσει ένα κοίτασμα από την έκδοση άδειας εξερεύνησης έως την έναρξη της παραγωγής. Από αυτά, σχεδόν μια δεκαετία απαιτείται για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων και μια ακόμη δεκαετία για την αξιολόγηση, την έγκριση και την κατασκευή των εγκαταστάσεων.