Φορείς βιομηχανιών σε κοινή τους ανακοίνωση κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας που επιβαρύνει τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας σύμφωνα με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι μεταποιητικές επιχειρήσεις έντασης ενέργειας, αντιμετωπίζουν διαχρονικά σημαντικά υψηλότερο κόστος ενέργειας, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μειονεκτική ανταγωνιστική θέση, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Όπως επισημαίνουν οι βιομηχανίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετεί πια την ίδια κατεύθυνση επισήμως, μέσω της Ανακοίνωσης (25/06) του νέου Πλαισίου για τις Κρατικές Ενισχύσεις για την «καθαρή βιομηχανία» (Clean Industrial Deal State Aid Framework).
Αναγνωρίζοντας ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, το νέο Πλαίσιο δεν εγκρίνει απλώς, αλλά, ενεργά παροτρύνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μέτρα επιδότησης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία τους. Συγκεκριμένα, εισηγείται εκπτώσεις 50%, επί της τιμής αγοράς, για το 50% της κατανάλωσης κάθε βιομηχανίας, οι οποίες μπορεί να καταλήγουν σε τιμή έως 50€/MWh.
«Με δεδομένο ότι η εγχώρια αγορά ενέργειας είναι μακράν η ακριβότερη στην Ευρώπη, θεωρούμε αυτονόητο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών και αξιοποιώντας το νέο Πλαίσιο της «Καθαρής Βιομηχανικής Συμφωνίας» θα εφαρμόσει αντίστοιχα μέτρα μείωσης του ενεργειακού κόστους και στήριξης της προσπάθειας βελτίωσης του ανθρακικού αποτυπώματος στη βιομηχανία μας», σημειώνουν.
Η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, ιδίως τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη στηρίζει τη βιομηχανία της όσον αφορά το ενεργειακό κόστος (ενώ αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως μικρότερο πρόβλημα τιμών ενέργειας), είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, τις εξαγωγές, το εξωτερικό ισοζύγιο και εν τέλει τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Για την ολοκληρωμένη κατανόηση της κατάστασης επισημαίνονται και τα εξής:
Από τον Ιούλιο του 2024 – οπότε καταγράφηκαν επίπεδα τιμών ρεύματος της τάξης των 600 -800 €/MWh – οι τιμές στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά παραμένουν τουλάχιστον 30% υψηλότερα ως προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλής ζήτησης, όπως το χειμώνα που μας πέρασε.
Παραδείγματος χάριν, ενώ τις μεσημεριανές ώρες οι ΑΠΕ περικόπτονται μαζικά και οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά συμπιέζονται, οι καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, δεν βλέπουν το εν λόγω όφελος των φθηνών ΑΠΕ να περνάει σε αυτούς. Άλλοι παράγοντες κόστους, πέραν της χονδρεμπορικής αγοράς, εκτοξεύουν το τελικό κόστος, όπως η αγορά εξισορρόπησης, οι τιμές της οποίας αυξάνονται ανεξέλεγκτα, έχοντας υπερβεί τα 22€/MWh τον Απρίλιο του 2025, όταν το 2024 το μέσο κόστος ήταν 14 €/MWh και όταν στην Ιταλία, που θεωρείται η ακριβότερη αγορά στην Ευρώπη, δεν φθάνει ούτε τα 4 €/MWh. Υπάρχει δε, σοβαρός κίνδυνος να επιδεινωθεί περαιτέρω το βάρος που επωμίζονται οι καταναλωτές, στην περίπτωση που επιδοτηθούν περαιτέρω οι θερμικές μονάδες μέσω νέου μηχανισμού διαθεσιμότητας ισχύος (CRM), ενώ αμείβονται ήδη με περίπου 200εκ€ για τις υπηρεσίες διαθεσιμότητας ισχύος για ανάγκες εξισορρόπησης.