Ο Keir Starmer ανακοίνωσε την πρώτη σημαντική συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου σε νέο πυρηνικό εργοστάσιο από τη δεκαετία του 1980.
Η απόφαση να επενδυθούν σχεδόν 18 δισεκατομμύρια λίρες δημόσιου χρήματος στον πυρηνικό σταθμό Sizewell C στο Suffolk χαιρετίστηκε από τον υπουργό Ενέργειας Ed Miliband ως η απαρχή μιας «χρυσής εποχής» πυρηνικών επενδύσεων, απαραίτητων για την επίτευξη των στόχων του μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα διαθέσει 14,2 δισ. λίρες για το έργο, στα οποία περιλαμβάνονται τα 2,7 δισ. λίρες που είχαν ήδη δεσμευτεί στον φθινοπωρινό προϋπολογισμό. Συνολικά, έχουν ήδη επενδυθεί 3,6 δισ. λίρες στο Sizewell τα τελευταία δύο χρόνια, όπως μεταδίδει η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Το «πυρηνικό comeback» της Βρετανίας περιλαμβάνει επίσης επένδυση 2,5 δισ. λιρών σε μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (SMRs), με τη Rolls-Royce να έχει το πράσινο φως για να κατασκευάσει τρεις αντιδραστήρες έως τις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Οι επικριτές της πυρηνικής ενέργειας επισημαίνουν πως το υψηλό κόστος και ο χρόνος κατασκευής υπερκαλύπτουν τα οφέλη του άφθονου, χαμηλών εκπομπών άνθρακα ρεύματος – ειδικά όταν ο προϋπολογισμός του Hinkley Point C έχει εκτοξευθεί στα 35 δισ. λίρες και το έργο αντιμετωπίζει συνεχείς καθυστερήσεις.
Υπάρχουν επίσης διαχρονικές ανησυχίες για την ασφάλεια των πυρηνικών αντιδραστήρων και την τελική διάθεση των ραδιενεργών αποβλήτων.
Ωστόσο, μπροστά στην εκρηκτική ζήτηση για καθαρή ενέργεια και τον κίνδυνο διακοπών ρεύματος, πολλοί κυβερνητικοί φορείς θεωρούν πως η πυρηνική επιλογή αξίζει το ρίσκο.
Ανά παραγόμενο μεγαβάτ, η πυρηνική ενέργεια είναι σαφώς ακριβότερη από τις περισσότερες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών. Όμως, σε αντίθεση με τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, οι πυρηνικοί σταθμοί δεν χρειάζονται επενδύσεις σε αποθήκευση ενέργειας (μπαταρίες) για να προσφέρουν συνεχή και αξιόπιστη παροχή χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η εγγυημένη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για το Hinkley Point C ξεκίνησε στις 92 λίρες ανά MWh, και μειώνεται στις 89,50 λίρες /MWh με την έγκριση του Sizewell C, σύμφωνα με τη συμφωνία της κυβέρνησης με την γαλλική EDF. Συγκριτικά, οι offshore ανεμογεννήτριες που κέρδισαν τον περσινό διαγωνισμό επιδοτήσεων πέτυχαν τιμή κάτω από 59 λίρες/MWh.
Ο Dr Iain Staffell του Imperial College London σημειώνει:
«Το αρχικό κόστος είναι αδιαμφισβήτητα υψηλό. Με 14 δισ. λίρες θα μπορούσαμε να εγκαταστήσουμε περίπου 10 GW αιολικής ενέργειας, αντί για 3,2 GW πυρηνικής. Αλλά οι αντιδραστήρες θα λειτουργούν μέρα και νύχτα – ιδιαιτέρως χρήσιμο όταν δεν φυσάει».
Ο Prof Mark Wenman, επίσης του Imperial College, τονίζει ότι οι αντιδραστήρες αυτοί μπορούν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια για 80 έως και 100 χρόνια, καλύπτοντας το 10% των αναγκών του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Μόλις αποπληρωθούν, οι πυρηνικοί σταθμοί παράγουν το φθηνότερο ρεύμα. Πρόκειται για μια επένδυση στο μέλλον του ενεργειακού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου».
Τεχνικά, είναι εφικτό να καλυφθεί η ενεργειακή ζήτηση μιας χώρας αποκλειστικά από ΑΠΕ. Ωστόσο, προβλήματα κόστους και σταθερότητας του δικτύου καθιστούν το μοντέλο αυτό λιγότερο αξιόπιστο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αιολικά και ηλιακά συστήματα δεν προσφέρουν την «αδράνεια» που εξασφαλίζουν οι περιστρεφόμενες τουρμπίνες των παραδοσιακών σταθμών για τη σταθερότητα της συχνότητας στα 50Hz.
Η λύση, σύμφωνα με τον Εθνικό Διαχειριστή Ενέργειας (Neso), είναι οι ΑΠΕ να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος, με πυρηνικά, βιομάζα και φυσικό αέριο να λειτουργούν ως εφεδρεία και σταθεροποιητικοί μηχανισμοί.
Ανάλογη είναι και η άποψη της Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία συστήνει διπλασιασμό της πυρηνικής ισχύος έως το 2050, καθώς παρέχει κρίσιμης σημασίας, μηδενικών εκπομπών ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα, παρά το υψηλότερο αρχικό κόστος.
Η Βρετανία κινδυνεύει να χάσει τα οφέλη της πυρηνικής ενέργειας, καθώς παλιά εργοστάσια κλείνουν ταχύτερα από όσο κατασκευάζονται νέα – δημιουργώντας κενό στην παροχή καθαρής ενέργειας τη στιγμή που η ζήτηση αυξάνεται.
Πέρυσι, οι πέντε ενεργές πυρηνικές μονάδες παρήγαγαν μόλις το 14% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας – σημαντική μείωση σε σχέση με τη δεκαετία του 1990, όταν 18 πυρηνικοί αντιδραστήρες κάλυπταν πάνω από το 25% της ζήτησης.
Τέσσερις από αυτές τις μονάδες αναμένεται να κλείσουν μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ενώ μόνο ένας νέος πυρηνικός σταθμός βρίσκεται υπό κατασκευή: το Hinkley Point C, το οποίο αρχικά προγραμματιζόταν για το 2017, αλλά τώρα αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Ο αναδυόμενος ρόλος της τεχνολογικής βιομηχανίας είναι καθοριστικός στην πυρηνική αναγέννηση της Βρετανίας. Ο Starmer παρουσίασε ένα φιλόδοξο σχέδιο για επενδύσεις σε πυρηνικά συνοδευόμενο από πρόσκληση σε κολοσσούς όπως Google, Meta και Amazon να επενδύσουν σε AI datacentres στη χώρα, τα οποία θα τροφοδοτούνται από μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο επενδύουν ήδη σε πυρηνικά έργα για να καλύψουν τις τεράστιες ενεργειακές ανάγκες των data centers τους – ανάγκες που αναμένεται να εκτοξευθούν με την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Meta υπέγραψε συμφωνία για να παραμείνει ενεργός ένας αντιδραστήρας στο Ιλινόι των ΗΠΑ για 20 επιπλέον χρόνια, καλύπτοντας τις ανάγκες των datacentres της με χαμηλών εκπομπών ενέργεια.
Αντίστοιχα, η Google θα καλύψει τα κέντρα δεδομένων της μέσω έξι μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων που χτίζει μια εταιρεία κοινής ωφελείας στην Καλιφόρνια. Η Microsoft επένδυσε στην επανεκκίνηση του πυρηνικού σταθμού του Three Mile Island, γνωστού για το σοβαρότερο πυρηνικό ατύχημα στην ιστορία των ΗΠΑ.
«Οι τεχνολογικές εταιρείες αντιλαμβάνονται πλήρως το πρόβλημα της ενέργειας και είναι αποφασισμένες να επενδύσουν. Θέλουν να εγκαταστήσουν datacentres και γνωρίζουν πως η πυρηνική ενέργεια είναι η λύση», ανέφερε ο Starmer.