Μέχρι να ολοκληρωθούν τα έργα της νέας Γραμμής 4 του Μετρό, που σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό τοποθετούνται χρονικά στο 2032, η αναζήτηση θέσης στάθμευσης στο κέντρο της Αθήνας θα παραμείνει ένα από τα πιο δύσκολα, χρονοβόρα και ακριβά στοιχήματα της καθημερινότητας για κατοίκους, εργαζόμενους και επισκέπτες.
Η πίεση που ασκείται τα τελευταία χρόνια στην αγορά στάθμευσης δεν είναι απλώς συγκυριακή. Αντίθετα, αποτυπώνει μια βαθύτερη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πόλη, στη χρήση του δημόσιου χώρου, αλλά και στη σχέση των πολιτών με το αυτοκίνητο. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα που για χιλιάδες οδηγούς μεταφράζεται σε καθημερινή ταλαιπωρία και ολοένα υψηλότερο κόστος.
Μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, οι τιμές αγοράς θέσεων στάθμευσης στο λεκανοπέδιο έχουν εκτοξευθεί, ακολουθώντας και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνώντας τη δυναμική της αγοράς κατοικίας. Το 2020, η μέση ζητούμενη τιμή για μια θέση στάθμευσης στον Νέο Κόσμο διαμορφωνόταν περίπου στις 13.000 ευρώ. Το 2025, η ίδια θέση κοστολογείται πλέον στις 24.500 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 88%.
Στην Κυψέλη, μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας, η εικόνα είναι αντίστοιχη. Μια θέση στάθμευσης 10 τ.μ., που πριν από λίγα χρόνια πωλούνταν γύρω στις 10.000 ευρώ, σήμερα αγγίζει ή και ξεπερνά τις 20.000 ευρώ. Στον Λυκαβηττό, οι ζητούμενες τιμές ξεπερνούν ακόμη και τις 90.000 ευρώ για μία μόνο θέση, ενώ στους Αμπελοκήπους η μέση τιμή κινείται κοντά στις 25.000 ευρώ.
Ακόμη και περιοχές που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν πιο «προσιτές», όπως τα Πετράλωνα, καταγράφουν αυξήσεις άνω του 40%. Παράλληλα, πληθαίνουν τα φαινόμενα μετατροπής ισόγειων καταστημάτων σε χώρους στάθμευσης, καθώς η ζήτηση παραμένει υψηλή και οι αποδόσεις ιδιαίτερα ελκυστικές, ειδικά σε περιοχές με αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον ή σε ακίνητα που συνδέονται με τη δυνατότητα απόκτησης Golden Visa.
Η εκρηκτική άνοδος δεν περιορίζεται στις αγοραπωλησίες. Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στα ενοίκια, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις θυμίζουν περισσότερο μίσθωση κατοικίας παρά βοηθητικού χώρου. Στην Κυψέλη, το μηνιαίο ενοίκιο για μια στενή θέση στάθμευσης 7–8 τ.μ. φτάνει πλέον τα 120 ευρώ. Στο Παγκράτι, οι ζητούμενες τιμές αγγίζουν ακόμη και τα 250 ευρώ, ενώ στον Γκύζη οι αυξήσεις φτάνουν το 60%.
Στα Σεπόλια, μια θέση στάθμευσης μπορεί να κοστίζει έως και 150 ευρώ τον μήνα, την ώρα που σε αρκετές γειτονιές του κέντρου παρατηρείται το φαινόμενο οι θέσεις να ενοικιάζονται ταχύτερα ακόμη και από μικρά διαμερίσματα. «Μιλάμε πλέον για μια αγορά που λειτουργεί με όρους σπανιότητας», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, επισημαίνοντας ότι σε πολλές περιοχές του κέντρου οι θέσεις στάθμευσης αποτιμώνται υψηλότερα από ισόγεια καταστήματα μικρής επιφάνειας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αξία ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι τιμές αυτές συγκρίνονται ευθέως με τις τιμές κατοικιών. Στη Γλυφάδα, για παράδειγμα, το 2020 η τιμή ανά τ.μ. για θέση στάθμευσης ανερχόταν στα 4.166 ευρώ, ενώ στην Κηφισιά διαμορφωνόταν περίπου στις 1.500 ευρώ. Στον Πειραιά, μια θέση 10 τ.μ. αποτιμάται κατά μέσο όρο στα 2.300 ευρώ ανά τετραγωνικό.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των τιμών παίζουν τα μεγάλα έργα υποδομής και κυρίως τα εργοτάξια της Γραμμής 4 του Μετρό, τα οποία έχουν αφαιρέσει πολύτιμο χώρο στάθμευσης από ήδη επιβαρυμένες περιοχές. Στο Κολωνάκι, όπου η στάθμευση ήταν ανέκαθεν προβληματική, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Οι τιμές στα ιδιωτικά πάρκινγκ ξεκινούν από 10 έως 14 ευρώ για την πρώτη ώρα, ενώ δεν λείπουν καταγγελίες για χρεώσεις 30 ή ακόμη και 40 ευρώ για ολιγόωρη στάθμευση.
Σε αυτό το περιβάλλον, «ανάσα» επιχειρεί να δώσει η επαναλειτουργία δημοτικών χώρων στάθμευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το υπόγειο πάρκινγκ της Πλατείας Κοτζιά, το οποίο επανήλθε πρόσφατα σε πλήρη λειτουργία με 500 θέσεις και πρόβλεψη επέκτασης κατά 200 ακόμη. Πρόκειται για το μεγαλύτερο υπόγειο δημοτικό πάρκινγκ της Αθήνας, το οποίο λειτουργεί πλέον με σύστημα ticketless.
Οι μηνιαίες χρεώσεις κυμαίνονται από 155 έως 230 ευρώ, ανάλογα με το επίπεδο και την κατηγορία χρήστη, ενώ προβλέπονται εκπτώσεις για δημότες και κατοίκους. Αντίστοιχα τιμολόγια εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα δημοτικά πάρκινγκ, όπως στην Πλατεία Κλαυθμώνος και στη Βαρβάκειο Αγορά, με χαμηλότερες χρεώσεις για βραχυχρόνια στάθμευση και ημερήσια εισιτήρια πολλαπλών διελεύσεων.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, τα δημοτικά πάρκινγκ λειτουργούν περισσότερο ως «βαλβίδα αποσυμπίεσης» και όχι ως συνολική λύση στο πρόβλημα, καθώς η προσφορά παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τη ζήτηση.
Η εκτόξευση των τιμών οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Μετά την οικονομική κρίση, το κέντρο της Αθήνας έχει επανακάμψει, προσελκύοντας κατοίκους, επαγγελματίες και επενδυτές. Η τουριστική ανάπτυξη έχει αυξήσει περαιτέρω την πίεση, ενώ ο αριθμός των οχημάτων ανά νοικοκυριό παραμένει υψηλός, ιδίως στις πυκνοκατοικημένες περιοχές.
Παράλληλα, το παλαιό κτιριακό απόθεμα της πόλης σπάνια διαθέτει υπόγειες θέσεις στάθμευσης, ενώ η κατασκευή νέων χώρων είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Το κόστος αυτό μετακυλίεται στους τελικούς χρήστες, την ώρα που αρκετοί ιδιοκτήτες επιλέγουν τη βραχυχρόνια εκμετάλλευση των θέσεων για μεγιστοποίηση των εσόδων. Το αποτέλεσμα είναι ένα καθημερινό αδιέξοδο για χιλιάδες οδηγούς.
Περισσότερες ειδήσεις
Δέσμη μέτρων από το ΥΠΟΜΕ για τη βελτίωση του κυκλοφοριακού στο λεκανοπέδιο Αττικής