MENU

Volkswagen: Μείωση και παύση της παραγωγής σε δυο εργοστάσια κατασκευής EV

Η Νο1 ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον περιορισμένο όγκο πωλήσεων - Ασφαλείς οι θέσεις εργασίας των εργοστασίων

Στη μείωση και παύση παραγωγής σε δυο εργοστάσιά της που κατασκευάζουν EV στη Γερμανία, προχωρά η κορυφαία ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, Volkswagen, στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον περιορισμένο όγκο πωλήσεων.

Συγκεκριμένα, το εργοστάσιο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στο Τσβίκαου θα σταματήσει την παραγωγή στις 6/10 και για μια εβδομάδα, λόγω της χαμηλής ζήτησης για το Audi Q4 e-tron. Το πολυτελές μοντέλο πλήττεται από τους δασμούς των ΗΠΑ και την πίεση της Γερμανίας να χαλαρώσει την απαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις πωλήσεις νέων αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης.

Επιπλέον, το εργοστάσιο της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Έμντεν, το οποίο κατασκευάζει τα μοντέλα VW ID4 και ID7, έχει μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων και αναμένεται να σταματήσει τις γραμμές παραγωγής για αρκετές ημέρες, σύμφωνα με το Bloomberg.

Αμφότερα τα εργοστάσια παράγουν αποκλειστικά ηλεκτρικά οχήματα, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτα στις διακυμάνσεις της ζήτησης για μοντέλα που τροφοδοτούνται από μπαταρίες.

Ασφαλείς η θέσεις εργασίας των δυο εργοστασίων

Η VW αντιμετωπίζει, επίσης, προβλήματα με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Τα δύο εργοστάσια ήταν μέρος της τεράστιας συμφωνίας αναδιάρθρωσης της VW πέρυσι, στην οποία οι ηγέτες των εργατικών συνδικάτων συμφώνησαν να μειώσουν το κόστος των εργοστασίων και να περικόψουν 35.000 θέσεις εργασίας μέχρι το τέλος της δεκαετίας, προκειμένου να αποφευχθούν τα κλεισίματα εργοστασίων.

Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, οι θέσεις εργασίας στο Έμντεν, κατά μήκος των βόρειων ακτών της Γερμανίας, και στο Τσβίκαου, στην ανατολική Γερμανία, κοντά στα τσεχικά σύνορα, είναι ασφαλείς.

Την περασμένη εβδομάδα, η Volkswagen δήλωσε ότι αναμένει πλήγμα 5,1 δισ. ευρώ, λόγω της καθυστερημένης κυκλοφορίας ηλεκτρικών οχημάτων της μονάδας της, Porsche AG, η οποία προκύπτει από τη μειωμένη ζήτηση και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από την Κίνα σε συνδυασμό με τους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ.

Σχετικά Άρθρα