Ανθεκτική αναμένεται να παραμείνει η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ αύξηση προβλέπεται να καταγραφεί και στο ΑΕΠ, με ποσοστό 2% εφέτος και 2,1% το 2026, χάρις στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και την αύξηση του κατώτατου μισθού και του διαθέσιμου εισοδήματος που θα στηρίξει την κατανάλωση, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ (Economic Outlook).
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων και δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 3,6% το 2026, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί 1,2% εφέτος και 1,7% το 2026.
Οι εξαγωγές αναμένεται να επιβραδυνθούν, παράλληλα με την επιβράδυνση της ζήτησης από το εξωτερικό, κυρίως από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω των αμερικανικών δασμών.
Για την Ευρωζώνη προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% εφέτος και 1,2% το 2026, έναντι 0,8% που ήταν η αύξηση του ΑΕΠ πέρυσι. Για την παγκόσμια οικονομία, ο ΟΟΣΑ προβλέπει σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 2,9% τόσο για εφέτος όσο και για το 2026, από 3,3% το 2024.
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ισχυρή, με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών να έχουν υποχωρήσει τον Απρίλιο, αλλά να συνεχίζουν να υποδηλώνουν αναπτυξιακή πορεία. Προσθέτει ότι τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για τις επενδύσεις, υπερβολική αύξηση των μισθών ή μία επανάληψη ακραίων καιρικών φαινομένων θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις προοπτικές της οικονομίας. Για τους μισθούς τονίζει ότι αν η αύξησή τους συνεχίσει να ξεπερνά σταθερά την αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει περαιτέρω τις εξαγωγές.
«Η περαιτέρω μείωση της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός των φορολογικών δαπανών -κυρίως των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίοι ωφελούν βασικά τα πλούσια νοικοκυριά- θα αύξαναν τα έσοδα, επιτρέποντας στοχευμένες μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για να ενισχυθούν τα κίνητρα εργασίας», επισημαίνει η έκθεση.
Ο πληθωρισμός (με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή) αναμένεται να μειωθεί στο 2,5% εφέτος και περαιτέρω στο 2% το 2026, χάρη στη μείωση των τιμών του πετρελαίου, παρά την αύξηση του κόστους για το εμπόριο και τις επίμονες αυξήσεις τιμών στον τομέα των υπηρεσιών.
Για το 2025 και το 2026 προβλέπονται σημαντικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ύψους 2,1% και 2,2% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, υποστηριζόμενα από τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης. Αυτά τα πλεονάσματα εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν σε πτωτική τροχιά το δημόσιο χρέος, με προοπτική να υποχωρήσει στο 140% του ΑΕΠ το 2026.
«Η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε σταθερά πτωτική πορεία θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, καθώς το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού και οι επενδυτικές ανάγκες αυξάνουν τις μελλοντικές πιέσεις στις δαπάνες», υπογραμμίζει η έκθεση.
«Η διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την άμβλυνση της μεγάλης έλλειψης εργατικού δυναμικού θα υποστηρίξει την αύξηση των επενδύσεων», όπως αναφέρει.
«Η χαμηλή παραγωγικότητα συνεχίζει να συγκρατεί την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο. Η τόνωση των επενδύσεων θα είναι καθοριστική για την ενίσχυση της ανάπτυξης, διατηρώντας παράλληλα το δημόσιο χρέος σε σταθερή πτωτική πορεία. Αυτό θα απαιτήσει την ελάφρυνση των ρυθμιστικών επιβαρύνσεων και τη βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.