MENU

Eurostat: «Πρωταθλήτρια» στις υπερωρίες η χώρα μας — Περισσότερες από 45 ώρες «γράφει το κοντέρ» για έναν στους πέντε Έλληνες

Ποιες χώρες έχουν πραγματική ισορροπία προσωπικής ζωής-εργασίας και ποιες δουλεύουν μέχρι... τελικής πτώσεως

Δουλειά, δουλειά και ξανά… δουλειά.

Στην Ελλάδα του 2025, το κοντέρ της εργασίας έχει κολλήσει στο κόκκινο: ένας στους πέντε εργαζόμενους δουλεύει πάνω από 45 ώρες την εβδομάδα, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είτε από ανάγκη είτε από συνήθεια, οι Έλληνες αποδεικνύονται «πρωταθλητές» στις υπερωρίες, σπάζοντας ρεκόρ που άλλες χώρες της ΕΕ ούτε πλησιάζουν.

Πίσω από τους αριθμούς, όμως, κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα: κουρασμένοι άνθρωποι, εξαντλητικά ωράρια και μια κοινωνία που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιβίωση και στην ποιότητα ζωής.

Τι δείχνουν οι αριθμοί

Στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, το ποσοστό των εργαζομένων στην ΕΕ που ξεπερνούν τις 45 ώρες έφτασε το 10,8%.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή με 20,9%, ακολουθούμενη από την Κύπρο (16,6%) και τη Μάλτα (14,6%). Στον αντίποδα, οι χαμηλότερες τιμές καταγράφονται στη Βουλγαρία (2,5%), τη Λετονία (4,1%) και τη Ρουμανία (5,9%).

Παράλληλα, το κύριο σώμα της ευρωπαϊκής απασχόλησης παραμένει στη ζώνη των 20 έως 44 ωρών: εκεί εντάσσεται το 72,3% των εργαζομένων. Έως 19 ώρες την εβδομάδα δουλεύει το 16,9%, κυρίως σε χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης.

Η Ελλάδα, αντίθετα, έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης (μόλις 6,1%), επιβεβαιώνοντας την εικόνα μιας αγοράς που στηρίζεται στα «βαριά» ωράρια.

Πώς μετριέται ο χρόνος εργασίας

Η Eurostat καταγράφει τις πραγματικές ώρες εργασίας: όσες πράγματι δούλεψε κάποιος μέσα στην εβδομάδα αναφοράς, στην κύρια και, αν υπάρχει, δεύτερη δουλειά. Περιλαμβάνονται πληρωμένες και απλήρωτες υπερωρίες, ενώ δεν προσμετρώνται μετακινήσεις, διαλείμματα ή απουσίες.
Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν την πραγματική ένταση της εργασιακής εβδομάδας, όχι απλώς το τυπικό ωράριο που αναγράφεται στη σύμβαση.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τον Έλληνα εργαζόμενο

  • Περισσότερες “μακριές” εβδομάδες: Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που δουλεύουν πάνω από 45 ώρες. Αυτό υποδηλώνει μεγαλύτερη πίεση και ανάγκη για επιπλέον εισόδημα.
  • Λιγότερη μερική απασχόληση: Το χαμηλό ποσοστό όσων εργάζονται κάτω από 20 ώρες δείχνει περιορισμένες επιλογές ευελιξίας.
  • Δυσκολία ισορροπίας ζωής και εργασίας: Οι περισσότερες ώρες μεταφράζονται σε λιγότερο προσωπικό χρόνο, μεγαλύτερη εξάντληση και μειωμένη παραγωγικότητα σε βάθος χρόνου.

Τρία ερωτήματα που ανοίγει η έρευνα

  • Ποιο εργασιακό μοντέλο επιδιώκουμε; Η υπερωρία μπορεί να δείχνει εργατικότητα, αλλά συχνά είναι αποτέλεσμα οικονομικής ανάγκης.
  • Πώς διασφαλίζεται η βιωσιμότητα; Τα παρατεταμένα ωράρια ενδέχεται να οδηγήσουν σε κόπωση, μειωμένη αποδοτικότητα και προβλήματα υγείας.
  • Υπάρχει χώρος για ευελιξία; Η απουσία μερικής απασχόλησης στερεί ευκαιρίες σε όσους χρειάζονται διαφορετικό ρυθμό εργασίας.

Η Ελλάδα φαίνεται να έχει διαμορφώσει μια εργασιακή κουλτούρα υψηλής χρονικής έντασης, ένα φαινόμενο που αντανακλά όχι μόνο την οικονομική πίεση και τις εισοδηματικές ανισορροπίες, αλλά και βαθύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές σταθερές. Η συζήτηση που αναδύεται δεν περιορίζεται στα όρια της αγοράς εργασίας, αφορά το μοντέλο ανάπτυξης και ευημερίας που επιλέγει μια κοινωνία. Αν στόχος είναι μια οικονομία βιώσιμη, παραγωγική και ανθρώπινη, τότε η πρόκληση δεν είναι απλώς να μειωθούν οι ώρες εργασίας, αλλά να επαναπροσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο εργαζόμαστε, δημιουργούμε και ζούμε.

Σχετικά Άρθρα