MENU

Στις ελληνικές εταιρίες οι ισχυρότερες πιέσεις που δέχτηκε η ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα στη μετά covid εποχή

Με βάση έρευνα του ΚΕΦΙΜ, το 68% των ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι μετά την πανδημία επηρεάστηκε από την αύξηση του κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, έναντι 62% που ήταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος

Ιδιαίτερα αισθητές ήταν για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα οι επιπτώσεις από τις διαδοχικές κρίσεις την περίοδο μετά την πανδημία του COVID-19, η οποία αποτέλεσε μια από τις πιο απαιτητικές φάσεις με τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας να δοκιμάζονται έντονα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της νέας μελέτης του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) με τίτλο «Τα εμπόδια που συνάντησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας στη μεταπανδημική εποχή (2021 – 2023)», η οποία βασίζεται σε στοιχεία της Eurostat και σε δεδομένα από 24 ευρωπαϊκές χώρες, σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες οι ελληνικές επιχειρήσεις δηλώνουν υψηλότερα επίπεδα επιβάρυνσης σε σύγκριση με τη μέση ευρωπαϊκή επιχείρηση.

Κυρίαρχο πρόβλημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις αναδείχθηκε η εκτίναξη του κόστους των πρώτων υλών λόγω της ενεργειακής κρίσης. Το 68% των ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι επηρεάστηκε από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 62%. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι η ενεργειακή αναταραχή μεταφέρθηκε στις παραγωγικές διαδικασίες στην Ελλάδα με μεγαλύτερη ένταση, επιβαρύνοντας σημαντικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων και περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητά τους.

Ιδιαίτερα υψηλή ήταν και η επιβάρυνση από την αύξηση του κόστους πρώτων υλών, ενδιάμεσων και τελικών αγαθών που δεν σχετίζονται άμεσα με την ενέργεια ή τις μεταφορές. Το 64% των ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι αντιμετώπισε τέτοιες αυξήσεις, έναντι 55% στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι οι γενικευμένες ανατιμήσεις στις διεθνείς αγορές επηρέασαν την Ελλάδα πιο έντονα από άλλες χώρες, εντείνοντας την πίεση στα κόστη παραγωγής και περιορίζοντας τα περιθώρια απορρόφησης των αυξήσεων.

Παράλληλα, οι διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και στα logistics αποτέλεσαν έναν ακόμη σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα. Το 57% των ελληνικών επιχειρήσεων αντιμετώπισε προβλήματα χωρητικότητας στις μεταφορές, καθυστερήσεις ή αυξημένο κόστος μεταφοράς, ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 47%. Επιπλέον, το 55% δήλωσε ελλείψεις σε πρώτες ύλες, ενδιάμεσα και τελικά προϊόντα, έναντι 49% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα δεδομένα αυτά αποτυπώνουν μια εικόνα έντονης αστάθειας στις εφοδιαστικές ροές, η οποία επηρέασε άμεσα την παραγωγή, την έγκαιρη παράδοση προϊόντων και τη συνολική λειτουργική αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων.

Αρνητικές επιπτώσεις από περιορισμούς και από τις κυρώσεις στη Ρωσία

Σημαντικές επιπτώσεις εξακολούθησαν να έχουν και οι περιορισμοί που συνδέονται με την πανδημία του COVID-19. Το 58% των ελληνικών επιχειρήσεων ανέφερε ότι εξακολουθούσε να επηρεάζεται από σχετικούς περιορισμούς, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 56%. Το εύρημα αυτό δείχνει ότι οι συνέπειες της πανδημίας είχαν μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση στην ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα, επιβαρύνοντας τη λειτουργία των επιχειρήσεων ακόμη και μετά την άρση των αυστηρών υγειονομικών μέτρων.

Όσον αφορά τους πολιτικούς και ρυθμιστικούς παράγοντες, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία επηρέασαν το 36% των ελληνικών επιχειρήσεων, ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 28% και από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρ’ όλα αυτά, οι κυρώσεις δεν συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα εμπόδια, καθώς κατατάσσονται όγδοες σε σειρά σημασίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αντίστοιχα, οι περιορισμοί που απορρέουν από περιβαλλοντικές πολιτικές επηρέασαν το 46% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, έναντι 38% στην ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει αυξημένο κόστος συμμόρφωσης και προσαρμογής στο ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΚΕΦΙΜ, Νίκο Ρώμπαπα, η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι ο βασικός «πονοκέφαλος» για τις ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2021 – 2023 ήταν η απότομη αύξηση του κόστους εισροών και η δυσλειτουργία των αλυσίδων εφοδιασμού, ενώ οι πολιτικοί και ρυθμιστικοί παράγοντες λειτούργησαν ως πρόσθετες, αλλά όχι κυρίαρχες, πηγές πίεσης.

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «οι ελληνικές επιχειρήσεις συνάντησαν περισσότερα προβλήματα σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή επιχείρηση, καταγράφοντας συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά από τον μέσο όρο σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες εμποδίων. Αυτό δείχνει ότι οι ίδιες εξωτερικές κρίσεις (ενέργεια, πόλεμος, COVID, κανονισμοί) μεταφράστηκαν σε πιο έντονη και εκτεταμένη επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις σε σχέση με την τυπική ευρωπαϊκή επιχείρηση».

Αναζήτηση νέων αγορών και προμηθευτών

Όσον αφορά τους τρόπους, με τους οποίους αντέδρασαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να μειώσουν τον αντίκτυπο των διεθνών αναταράξεων, οι μελετητές επισημαίνουν ότι απέναντι στις αυξανόμενες πιέσεις, κάποιες επιχειρήσεις βρήκαν νέους προμηθευτές ή αγοραστές εντός της ΕΕ, ενώ άλλες στράφηκαν σε αγορές εκτός ΕΕ. Μερικές μείωσαν τον συνολικό αριθμό των προμηθευτών τους και άλλες ενίσχυσαν τις συνεργασίες τους σε χώρες όπου ήδη είχαν σχετικά δίκτυα, ενώ ορισμένες επιχειρήσεις επέστρεψαν λειτουργίες που είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό είτε σε άλλη εταιρεία εντός της χώρας είτε ξανά μέσα στον ίδιο τον οργανισμό. Ωστόσο η πιο χαρακτηριστική τάση ήταν η ενίσχυση της ψηφιοποίησης σε όλη τη διαδικασία παραγωγής και εφοδιασμού σε συνάρτηση με μια στροφή σε μεγαλύτερα αποθέματα για λόγους ασφάλειας.

Περισσότερες ειδήσεις

Πενταετές σχέδιο για τις Συλλογικές Συμβάσεις — Οι 4+1 άξονες που αλλάζουν το πλαίσιο στην αγορά εργασίας

1 στους 3 Έλληνες χρησιμοποιεί ΑΙ – Πώς αλλάζει το αγοραστικό ταξίδι

Η συμβουλή του CEO της Airbnb στους νέους – Φροντίστε να αναπτύξετε αυτή τη δεξιότητα για την επαγγελματική σας εξέλιξη

Σχετικά Άρθρα