Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε την Πέμπτη μια κομβική γνωμοδότηση που συνδέει άμεσα τις υποχρεώσεις των κρατών για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την ανάγκη για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής.
Η γνωμοδότηση – η πρώτη στο είδος της από το ανώτατο δικαστικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική – αναμένεται να διαμορφώσει πολιτικές και νομικές εξελίξεις στην περιοχή, αλλά και να αποτελέσει νομικό προηγούμενο διεθνώς, σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Euronews.
Η απόφαση δόθηκε ως απάντηση σε αίτημα που υπέβαλαν η Κολομβία και η Χιλή το 2023, και ορίζει ότι τα κράτη έχουν νομική υποχρέωση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να προλαμβάνουν, να μετριάζουν και να αποκαθιστούν τη βλάβη στο περιβάλλον που απειλεί τα ανθρώπινα δικαιώματα – μέσω νομοθεσίας, πολιτικών και πρακτικών που στοχεύουν στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής.
Το δικαστήριο ορίζει συγκεκριμένα νομικά πρότυπα, αναγνωρίζοντας:
«Το Δικαστήριο δηλώνει ξεκάθαρα ότι βρισκόμαστε σε μια κλιματική κρίση που υπονομεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η **προστασία αυτών των δικαιωμάτων πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε αποτελεσματικής αντίδρασης», δήλωσε η Nikki Reisch, διευθύντρια προγράμματος στο Centre for International Environmental Law Climate and Energy, στο Associated Press.
Η γνωμοδότηση υπογραμμίζει ότι τα κράτη οφείλουν όχι μόνο να αποφεύγουν την πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας, αλλά και να προστατεύουν και να αποκαθιστούν τα οικοσυστήματα, βασιζόμενα στην επιστήμη αλλά και στην παραδοσιακή γνώση των αυτόχθονων πληθυσμών.
«Πρόκειται για μια ιστορική γνωμοδότηση, όχι μόνο ως προς τη νομική της σημασία, αλλά και ως σχέδιο δράσης», δήλωσε η Reisch. «Θα καθοδηγήσει την περιβαλλοντική νομολογία και πολιτική, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, θέτοντας τη νομική υποχρέωση στο επίκεντρο – όχι μόνο στις Αμερικές αλλά και παγκοσμίως».
Αν και γνωμοδοτικού χαρακτήρα και όχι δεσμευτική, η απόφαση του Δικαστηρίου έχει ουσιαστικό νομικό βάρος σε πολλά κράτη-μέλη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS), επηρεάζοντας νομοθεσίες, δικαστικές αποφάσεις και διεθνή δικαιωματική δράση.
Οι τοποθετήσεις του δικαστηρίου αναμένεται να ενισχύσουν τις νομικές προσφυγές για το κλίμα και να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις ενόψει της COP30, της επόμενης μεγάλης διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα, που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο στο Μπελέμ της Βραζιλίας.
«Τα κράτη δεν αρκεί να αποφεύγουν σοβαρή περιβαλλοντική ζημιά – έχουν την θετική υποχρέωση να λάβουν μέτρα για την προστασία, αποκατάσταση και αναγέννηση των οικοσυστημάτων», τόνισε η Πρόεδρος του Δικαστηρίου, δικαστής Nancy Hernández López.
«Η πρόκληση μαζικής και μη αναστρέψιμης οικολογικής ζημιάς… αλλάζει τις συνθήκες ζωής στον πλανήτη σε υπαρξιακό βαθμό. Συνεπώς, απαιτείται καθολική και αποτελεσματική νομική αντίδραση», υπογράμμισε η López.
Η γνωμοδότηση έρχεται σε μια περίοδο ενίσχυσης της αυτόχθονης δράσης για το περιβάλλον, μετά και από πρόσφατη σύνοδο στον Αμαζόνιο του Ισημερινού, όπου εκατοντάδες αυτόχθονες ηγέτες απαίτησαν την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων που αναγνωρίζουν τα εδαφικά και περιβαλλοντικά τους δικαιώματα.
Το Δικαστήριο, που εδρεύει στο Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα, είναι το ανώτατο όργανο ερμηνείας και εφαρμογής της Αμερικανικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παρά τις δυσκολίες επιβολής των αποφάσεών του, έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προστασία των αυτόχθονων πληθυσμών και του περιβάλλοντος σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο έχει καταδικάσει κυβερνήσεις για την παράνομη αδειοδότηση εξορυκτικών έργων σε αυτόχθονα εδάφη χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, ενώ αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ως βασικός θεσμός λογοδοσίας για περιβαλλοντικά ζητήματα.
Η τρέχουσα γνωμοδότηση επικαιροποιεί και ενδυναμώνει την ιστορική απόφαση του 2017 που είχε αναγνωρίσει το δικαίωμα σε υγιές περιβάλλον ως αυτοτελές ανθρώπινο δικαίωμα, εμβαθύνοντάς το μέσα στο πλαίσιο της κλιματικής κατάρρευσης.