Μια άκρως ενδιαφέρουσα εξέλιξη έρχεται σε μία από τις όχι και τόσο …εύκολες περιοχές της Αθήνας και μάλιστα από ένα μεγάλο επιχειρηματικό όνομα. Ο λόγος για την αξιοποίηση του μοναδικού ακινήτου ηλικίας ενός αιώνα στη συμβολή των οδών 3ης Σεπτεμβρίου 46 και Μάρνη 13, ιδιοκτησίας της ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ Α.Ε. το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο χρόνια και πρόκειται να μετατραπεί τώρα σε Μουσείου Κολοκοτρώνη. Το κτίριο είναι χαρακτηρισμένο ως μνημείο και τώρα η ιδιοκτησία του προωθεί τις απαιτούμενες αδειοδοτικές διαδικασίες προκειμένου να προχωρήσει το πλάνο αποκατάστασης.
Μάλιστα, στη σημερινή συνεδρίασή του, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού θα κληθεί να αποφασίσει σχετικά με την έγκριση ή μη της μελέτης αποκατάστασης και της μελέτης συντήρησης διακόσμου και ιστορικών στοιχείων του διατηρητέου κτιρίου. Επισημαίνεται εδώ ότι η πρόθεση για τη δημιουργία ενός Μουσείου για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Αθήνα είχε ακουστεί προ καιρού για το Ίδρυμα «Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος – ΒΙΟΧΑΛΚΟ», τον όμιλο με τον οποίο συνδέεται η ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ, μία κίνηση που φαίνεται ότι τώρα έχει αρχίσει να υλοποιείται σταδιακά, θα απαιτήσει ωστόσο πολύ χρόνο με δεδομένες τις δυσκολίες κατασκευής αλλά και τις αδειοδοτήσεις λόγω και του χαρακτήρα του κτιρίου ως μνημείο.
Παράγοντας αναβάθμισης της ευρύτερης περιοχής
Το γεγονός όμως ότι πρόκειται να υλοποιηθεί στη συγκεκριμένη περιοχή είναι ενθαρρυντικό, αφού μπορεί να λειτουργήσει ως τονωτική «ένεση» και μάλιστα σε ένα σημείο που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πέραν φυσικά και της έτερης πτυχής, ότι δηλαδή αξιοποιείται ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν πρόκειται για ακίνητα που αποτελούν μέρος της αρχιτεκτονικής ιστορίας της ελληνικής πρωτεύουσας.
Επισημαίνεται εδώ ότι με βάση τα στοιχεία από την Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών, το εκλεκτικιστικό κτίριο στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου & Μάρνη οικοδομήθηκε περί το 1930, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Χέλμη, απόφοιτου της Ecole Speciale του Παρισιού και εκφραστή στα πρώτα του έργα μιας κομψής Νεομπαρόκ ρυθμολογίας. Το συγκεκριμένο κτίριο, ωστόσο, κινείται περισσότερο προς μια πιο διακοσμητική εκδοχή του εκλεκτικισμού, ένα είδος άτολμης παραφθοράς του γερμανικού Jugendstil, όπως παρατηρεί ο αρχιτέκτονας Μάνος Μπίρης.