Την πιο πιεστική κοινωνική… «εξίσωση» της δεκαετίας αποτελεί το ζήτημα της στέγασης στη χώρα μας, σύμφωνα με τη νέα ανάλυση της Bluepeak. Στην Ελλάδα, 1 στους 3 ενοικιαστές δαπανά πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος για να κρατήσει στέγη, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τα στοιχεία της ανάλυσης ρίχνουν φως στο κενό πολιτικής της χώρας μας συγκριτικά με την ΕΕ: ενώ πολλές ευρωπαϊκές χώρες ρυθμίζουν ενοίκια, επιδοτούν και χτίζουν κοινωνική κατοικία, η Ελλάδα παραμένει με χαμηλή παραγωγή νέων σπιτιών, υψηλές αυξήσεις και κατακερματισμένα δεδομένα, που δεν επιτρέπουν στο κράτος στοχευμένες λύσεις.


Σχόλιο Blupeak: Η αύξηση της προσφοράς και η διοίκηση με δεδομένα είναι ο κοινός παρονομαστής.
Η Ελλάδα μπαίνει στη νέα δεκαετία με μία από τις πιο στρεβλές αγορές στέγης στην Ευρώπη.
Η παραγωγή νέων κατοικιών είναι μόλις 1 ανά 1.000 κατοίκους – το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί κατά 45% από το 2018, ενώ η βραχυχρόνια μίσθωση απορροφά μεγάλο μέρος του διαθέσιμου αποθέματος.
Την ίδια στιγμή, πάνω από 700.000 κατοικίες παραμένουν κενές ή αδρανείς, χωρίς να αξιοποιούνται. Η έλλειψη προσιτής στέγης πλήττει κυρίως τους νέους και τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά σταδιακά πιέζει και τη μεσαία τάξη.
Ο συνδυασμός αργής οικοδομικής δραστηριότητας, ανεπαρκών επιδοτήσεων και κατακερματισμένων δεδομένων στερεί από το κράτος τη δυνατότητα να χαράξει στοχευμένη πολιτική.

Η στέγαση έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο πιεστικά κοινωνικά ζητήματα στην Ευρώπη. Παρά τη συνεχή ανάπτυξη των αγορών και των επενδύσεων, το κόστος κατοικίας αυξάνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν τα εισοδήματα των πολιτών, δημιουργώντας ένα περιβάλλον οικονομικής πίεσης και κοινωνικού αποκλεισμού.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat (2025), οι τιμές κατοικιών στην Ε.Ε. έχουν αυξηθεί κατά περίπου 60% από το 2010, ενώ τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 28% την ίδια περίοδο. Σε πολλές πρωτεύουσες —όπως το Δουβλίνο, το Άμστερνταμ, η Λισαβόνα και η Βαρσοβία— η αύξηση ξεπερνά το 100%. Η στεγαστική κρίση δεν αφορά πλέον μόνο τις ευάλωτες ομάδες, αλλά ολόκληρη τη μεσαία τάξη, που βλέπει τη στέγαση να απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός της.
Στην Ελλάδα, η στεγαστική κρίση έχει ιδιαίτερη φυσιογνωμία.
Μετά από μία δεκαετία οικονομικής ύφεσης και υποεπενδύσεων στην κατοικία, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με απότομη αύξηση της ζήτησης χωρίς επαρκή προσφορά.
Από το 2017 έως το 2024, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν πάνω από 50%, ενώ σε περιοχές όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Κρήτη η αύξηση ξεπερνά το 70%. Παράλληλα, η προσφορά διαθέσιμων ενοικίων έχει μειωθεί, καθώς χιλιάδες ακίνητα διοχετεύονται σε βραχυχρόνιες μισθώσεις ή παραμένουν κενά λόγω γραφειοκρατίας και φορολογικών ασυνεπειών.
Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα οικονομικό φαινόμενο. Πίσω από τις αυξήσεις στα ενοίκια και την αδυναμία πρόσβασης σε προσιτή στέγη, κρύβεται μια πολύ βαθύτερη παθογένεια: η έλλειψη πληροφορίας και συντονισμού.
Οι δημόσιες βάσεις δεδομένων που αφορούν την ιδιοκτησία, τη χρήση γης και την αξία των ακινήτων παραμένουν κατακερματισμένες. Άλλα στοιχεία βρίσκονται στο Κτηματολόγιο, άλλα στους Δήμους, άλλα στην ΑΑΔΕ, και κανείς δεν έχει τη συνολική εικόνα.
Έτσι, οι αποφάσεις για στεγαστικές πολιτικές λαμβάνονται στα τυφλά – χωρίς ενιαία, αξιόπιστα δεδομένα για το πού υπάρχει πραγματικά ανάγκη, ποια κτίρια μένουν άδεια ή ποια θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κατοικίες.
Η απουσία ενός ενιαίου μηχανισμού ελέγχου και χαρτογράφησης οδηγεί αναπόφευκτα σε καθυστερήσεις, αναποτελεσματικές παρεμβάσεις και απώλεια πόρων. Με λίγα λόγια, η χώρα προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα που δεν μπορεί καν να αποτυπώσει με ακρίβεια.
Σε αυτό το περιβάλλον, η δημιουργία ενός Ψηφιακού Μητρώου Ακινήτων δεν είναι απλώς μια τεχνολογική καινοτομία, είναι αναγκαιότητα.
Ένα ενιαίο σύστημα δεδομένων θα μπορούσε να καταγράφει σε πραγματικό χρόνο την κατάσταση κάθε ακινήτου: ποια είναι κενά, ποια χρησιμοποιούνται, ποια είναι διαθέσιμα για κοινωνική στέγη ή εμπορική αξιοποίηση.
Μια τέτοια πλατφόρμα θα συνέδεε πληροφορίες από το Κτηματολόγιο, τη φορολογική διοίκηση, τους Δήμους, ακόμη και τους παρόχους κοινής ωφέλειας (ρεύμα, νερό), δημιουργώντας έναν ενιαίο χάρτη της στεγαστικής πραγματικότητας στη χώρα.
Με αυτόν τον τρόπο, οι δημόσιες πολιτικές θα μπορούσαν να στοχεύουν με ακρίβεια: από τα προγράμματα κοινωνικής στέγης και τις ανακαινίσεις εγκαταλελειμμένων κτιρίων, μέχρι τον σχεδιασμό κινήτρων για μακροχρόνια μίσθωση.
Η Blupeak, εταιρεία ανάλυσης δεδομένων ακινήτων, προτείνει ένα συνδυασμό πολιτικών και ψηφιακών εργαλείων για να ανακοπεί η κρίση:
Η λογική είναι απλή: περισσότερη διαφάνεια, λιγότερη γραφειοκρατία, πιο γρήγορες αποφάσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι όπου οι πολιτικές συνοδεύτηκαν από πραγματικά δεδομένα και λογοδοσία, τα αποτελέσματα ήρθαν μέσα σε λίγα χρόνια.
Περισσότερες ειδήσεις
Ψηφιακό Κτηματολόγιο: Έως το 2026 όλα τα ακίνητα με μοναδικό ΚΑΕΚ
Κατρακυλά η Αθήνα στις επενδυτικές προοπτικές της αγοράς ακινήτων για το 2026