Στην τελική ευθεία εισέρχεται η διαδικασία παραχώρησης της Εγνατίας Οδού και των τριών καθέτων αξόνων της στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Egis, η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευσή της για διάστημα 35 ετών έναντι τιμήματος που ανέρχεται σε 1,35 δισ. ευρώ.
Το εγχείρημα έχει γνωρίσει ήδη πολυετείς καθυστερήσεις, καθώς ο επενδυτής έχει αναδειχθεί από το 2021 και η σύμβαση υπεγράφη τον Μάρτιο του 2024, αλλά η παράδοση του αυτοκινητόδρομου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί με τη σχετική ημερομηνία να μετατίθεται για τα τέλη του 2025 εξαιτίας των εκκρεμοτήτων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, που αφορούν κυρίως την πιστοποίηση των σηράγγων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα του έτους, επετεύχθησαν δύο κομβικής σημασίας ορόσημα που αφορούσαν την κοινοβουλευτική κύρωση και το πράσινο φως της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Στην πρώτη φάση, η Βουλή διασφάλισε το θεσμικό πλαίσιο για την ανάληψη του κρίσιμου έργου αναβάθμισης των σηράγγων από τον επενδυτή και στη δεύτερη παρασχέθηκε η τυπική και ουσιαστική έγκριση σχετικά με την απόκτηση αποκλειστικού ελέγχου από τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ επί των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης, συντήρησης και εκμετάλλευσης του αυτοκινητοδρόμου.
Κατόπιν των ανωτέρω θεσμικών διευθετήσεων, το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στην υπογραφή του οικονομικού κλεισίματος, το οποίο αναμένεται να λάβει χώρα στις αρχές της τελευταίας εβδομάδας του 2025.
Η Εγνατία Οδός ωστόσο εισέρχεται σε μια βαθιά μεταβατική περίοδο, καθώς η νέα σύμβαση παραχώρησης αναμορφώνει τόσο τη λειτουργία της όσο και τη δομή τιμολόγησης των διοδίων. Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα έργων, με διάρκεια 65 μηνών και γεωγραφικό εύρος που καλύπτει ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, ενεργοποιείται με τη νέα σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού.
Πυρήνας του προγράμματος αποτελούν οι σήραγγες, οι οποίες μπαίνουν σε πλήρη κύκλο αναβάθμισης. Σε ολόκληρη την Εγνατία, από την Πίνδο μέχρι την Ανατολική Μακεδονία και τα σύνορα με την Τουρκία, κάθε σήραγγα θα δεχτεί εκτεταμένες ηλεκτρομηχανολογικές παρεμβάσεις και νέες εγκαταστάσεις ασφάλειας. Το έργο περιλαμβάνει αντικατάσταση συστημάτων εξαερισμού, φωτισμού, πυρανίχνευσης, κάμερες, αυτοματισμούς, καλωδιώσεις, καθώς και εργασίες αποστράγγισης και δομικές ενισχύσεις όπου κριθεί απαραίτητο. Ανάλογες παρεμβάσεις θα γίνουν και στις σήραγγες των καθέτων αξόνων, από τον Προμαχώνα και την Κρυσταλλοπηγή έως το Ορμένιο, ώστε όλες να φτάσουν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα λειτουργίας.
Εξίσου σημαντικό κεφάλαιο αποτελούν οι γέφυρες και τα τεχνικά έργα που απλώνονται σε όλο το μήκος του αυτοκινητόδρομου. Σειρά θα πάρουν οι μεγάλες γέφυρες της Ηπείρου, οι γέφυρες σε Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, αλλά και τα τεχνικά της Θράκης, όπου θα εκτελεστούν έλεγχοι, ενισχύσεις, αντικαταστάσεις εφεδράνων, αντιδιαβρωτικές προστασίες και αποκαταστάσεις σκυροδεμάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι εργασίες θα απαιτήσουν σημαντικές παρεμβάσεις στα στηθαία και στις υποδομές ασφαλείας, ώστε να ανταποκρίνονται στα σημερινά φορτία κυκλοφορίας αλλά και στις υψηλές απαιτήσεις οδικής ασφάλειας.
Παράλληλα, σε πολλά τμήματα του οδοστρώματος θα πραγματοποιηθούν εκτεταμένες ανακατασκευές. Σημεία με έντονη κυκλοφοριακή φόρτιση, όπως το τόξο από Θεσσαλονίκη μέχρι Λάρισα, περιοχές με δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες στα ορεινά της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και τμήματα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης όπου το οδόστρωμα παρουσιάζει φθορές, μπαίνουν σε πρόγραμμα πλήρους αποκατάστασης. Τα έργα θα περιλαμβάνουν φρεζάρισμα, νέες στρώσεις ασφάλτου, ενίσχυση αντιολισθηρότητας και διόρθωση παραμορφώσεων.
Σημαντική βαρύτητα δίνεται και στα έργα αποχέτευσης και αντιπλημμυρικής προστασίας. Σε τμήματα όπου παρατηρούνται συχνές λιμνάζουσες συγκεντρώσεις νερού, ιδιαίτερα στη Θράκη, στην Κεντρική Μακεδονία και σε χαμηλά σημεία της Ηπείρου, θα κατασκευαστούν νέοι αγωγοί, οχετοί, φρεάτια και αποστραγγιστικές τάφροι. Σε ορισμένες περιπτώσεις θα απαιτηθούν επεμβάσεις ανασχεδιασμού, ώστε ο δρόμος να ανταποκρίνεται σε έντονα καιρικά φαινόμενα που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται συχνότερα.
Το πρόγραμμα παρεμβάσεων εκτείνεται και στα συστήματα λειτουργίας της Εγνατίας. Οι κόμβοι, τα Κέντρα Ελέγχου Κυκλοφορίας, οι εγκαταστάσεις φωτισμού και οι υποδομές τηλεματικής θα αναβαθμιστούν ριζικά. Νέες μεταβλητές πινακίδες, κάμερες υψηλής ευκρίνειας, συστήματα καταγραφής και διαχείρισης συμβάντων, αισθητήρες κυκλοφορίας και ενεργειακά αποδοτικός φωτισμός θα εγκατασταθούν σε καίρια σημεία του άξονα και των καθέτων. Η λειτουργία του αυτοκινητόδρομου περνά σε ένα νέο επίπεδο ψηφιοποίησης, με στόχο την ταχύτερη ανταπόκριση σε συμβάντα και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας.
Ένα ακόμη μέτωπο αφορά τους σταθμούς διοδίων. Όσοι σταθμοί δεν είχαν κατασκευαστεί ή λειτουργήσει μέχρι την έναρξη της παραχώρησης, θα ολοκληρωθούν με ευθύνη του Δημοσίου και θα παραδοθούν ώστε να τεθούν άμεσα σε λειτουργία. Ταυτόχρονα, οι υφιστάμενοι σταθμοί αναβαθμίζονται, με νέες υποδομές, συστήματα πληρωμών και βελτιώσεις στη λειτουργικότητα.
Σε 65 μήνες, αν το πρόγραμμα υλοποιηθεί χωρίς εκτροπές, η Εγνατία δεν θα θυμίζει τον δρόμο των τελευταίων ετών. Θα πρόκειται για έναν άξονα πλήρως αναβαθμισμένο, με σύγχρονη τεχνολογία, υψηλά επίπεδα ασφάλειας και αντοχή στις απαιτήσεις της επόμενης δεκαετίας.
Το νέο πλαίσιο λειτουργίας που τίθεται σε ισχύ με τη σύμβαση παραχώρησης αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται, επιβάλλονται και εισπράττονται τα διόδια, μετατρέποντάς τα σε ένα σταθερό, αναλογικό και πλήρως προβλέψιμο σύστημα. Για τους οδηγούς αυτό σημαίνει τόσο αυξήσεις όσο και μια νέα λογική τιμολόγησης, για το Δημόσιο, συνεπάγεται ένα αυστηρό μοντέλο υποχρεώσεων και διαφάνειας και για τον παραχωρησιούχο, ένα σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις και αναβάθμιση του άξονα.
Σήμερα η Εγνατία Οδός παραμένει ο οικονομικότερος μεγάλος αυτοκινητόδρομος της χώρας. Η μέση χρέωση των διοδίων είναι περίπου 0,03 ευρώ ανά χιλιόμετρο, ένα ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 3 λεπτά του ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντίστοιχη μέση χρέωση στους υπόλοιπους οδικούς άξονες, όπως η Ολυμπία Οδός ή η Νέα Οδός, φτάνει σχεδόν τα 0,06 ευρώ ανά χιλιόμετρο.
Η σύμβαση λοιπόν προβλέπει αυξήσεις. Όχι απότομα, αλλά σταδιακά, μέσα σε μια μεταβατική διετή περίοδο. Στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων θα τεθούν σε λειτουργία όλοι οι σταθμοί διοδίων, μετωπικοί και πλευρικοί, και η χρέωση θα προσαρμοστεί σταδιακά προς το νέο μοντέλο που βασίζει το τέλος αποκλειστικά στη διανυόμενη απόσταση. Στο τέλος της διετίας ολόκληρος ο άξονας θα λειτουργεί με ενιαίο χιλιομετρικό τιμολόγιο, ενώ οι οδηγοί θα έχουν προσαρμοστεί στις νέες τιμές χωρίς απότομες μεταβολές.
Η μεγάλη αλλαγή είναι η υιοθέτηση ενός πλήρως αναλογικού συστήματος διοδίων. Οι χρεώσεις πλέον δεν συνδέονται με το σημείο όπου βρίσκεται ο σταθμός, αλλά με τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ο οδηγός. Οι βασικοί χιλιομετρικοί συντελεστές έχουν καθοριστεί, συγκεκριμένα περίπου 0,03 – 0,04 ευρώ ανά χιλιόμετρο για δίκυκλα, 0,05 – 0,06 ευρώ για τα ΙΧ, 0,10 – 0,12 ευρώ για μικρά και μεσαία φορτηγά και 0,14 – 0,16 ευρώ για βαρέα οχήματα. Οι τιμές αυτές αποτελούν τη «βάση τιμολόγησης» του νέου συστήματος. Έτσι, ένα ταξίδι όπως η Θεσσαλονίκη – Καβάλα θα κοστίζει γύρω στα 9 – 10 ευρώ για ένα ΙΧ, ποσό που προκύπτει από τον απλό πολλαπλασιασμό της διαδρομής με τη χιλιομετρική χρέωση.
Σε ορισμένα τμήματα της Εγνατίας θα εφαρμοστεί υβριδικό σύστημα διοδίων. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ η χρέωση θα παραμένει αναλογική ανά χιλιόμετρο, ο τρόπος είσπραξης θα συνδυάζει σταθερά σημεία με ηλεκτρονική καταγραφή διέλευσης, ιδίως σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ακόμη ολοκληρωμένες υποδομές για συμβατικούς σταθμούς. Το υβριδικό μοντέλο επιτρέπει την άμεση μετάβαση στη χιλιομετρική χρέωση χωρίς να απαιτείται η ολοκλήρωση όλων των τεχνικών έργων, προετοιμάζοντας παράλληλα το έδαφος για μελλοντικό σύστημα πλήρους ηλεκτρονικής πληρωμής.
Παράλληλα, η σύμβαση τοποθετεί ένα σαφές ανώτατο όριο χρέωσης, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί σε καμία περίπτωση το 0,51 ευρώ ανά χιλιόμετρο για τις υψηλότερες κατηγορίες οχημάτων. Το όριο αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις τρέχουσες τιμές, λειτουργεί περισσότερο ως μια «δικλείδα ασφαλείας» για τις επόμενες δεκαετίες. Ακόμη και σε περιόδους μεγάλης ανόδου του πληθωρισμού ή αύξησης των λειτουργικών εξόδων, η χρέωση δεν μπορεί να υπερβεί αυτό το επίπεδο.
Σημαντική αλλαγή επέρχεται και στο καθεστώς των απαλλαγών. Μέχρι σήμερα, απαλλαγές όπως αυτές για κατοίκους όμορων περιοχών ή για ανέργους μπορούσαν να εφαρμοστούν σχετικά εύκολα. Στο νέο πλαίσιο, καμία απαλλαγή δεν ισχύει αυτόματα. Χρειάζεται ρητή απόφαση του Δημοσίου, η οποία μπορεί να διαρκεί το πολύ δύο χρόνια και να παραταθεί μόνο με συναίνεση του παραχωρησιούχου. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι κάθε απαλλαγή συνεπάγεται κόστος για το Δημόσιο, το οποίο υποχρεώνεται να αποζημιώνει πλήρως τον παραχωρησιούχο για την απώλεια εσόδων. Η κοινωνική πολιτική, με άλλα λόγια, παραμένει δυνατή, αλλά πλέον πληρώνεται από το κράτος.
Το νέο καθεστώς επιβάλλει και αυστηρούς κανόνες για όσους δεν πληρώνουν διόδια. Η καταγραφή της παράβασης μέσω φωτογραφίας αποτελεί πλήρη απόδειξη, ότι ο οδηγός υποχρεώνεται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό μαζί με μια αστική ποινή που ισούται με το εικοσαπλάσιο του διοδίου, ενώ σε περίπτωση μη εξόφλησης ο παραχωρησιούχος μπορεί να προχωρήσει σε διαταγή πληρωμής με ταχεία διαδικασία. Η πρακτική της «αυτοσχέδιας απαλλαγής» που γνωρίσαμε στην Εγνατία ανήκει πλέον στο παρελθόν.
Στο ευρύτερο λειτουργικό πλαίσιο της παραχώρησης εντάσσονται και τα ΣΕΑ, τα οποία ο παραχωρησιούχος αναλαμβάνει να λειτουργεί, να συντηρεί και να αναβαθμίζει. Η λειτουργία των ΣΕΑ συνδέεται άμεσα με την ποιότητα της εξυπηρέτησης των οδηγών αλλά και με την ομαλή εφαρμογή του υβριδικού συστήματος διοδίων, καθώς αποτελούν σημεία όπου εγκαθίστανται κρίσιμες τεχνολογικές υποδομές.
Κάπως έτσι, η Εγνατία Οδός εισέρχεται σε μια διετία μετασχηματισμού, στο τέλος της οποίας ο άξονας θα λειτουργεί με ένα ενιαίο, πλήρως αναλογικό σύστημα χρέωσης, με σαφείς κανόνες για τις απαλλαγές, με εγγυημένη εισπραξιμότητα, με αναβαθμισμένες υποδομές και με ένα μοντέλο τιμολόγησης που θα πλησιάζει τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Περισσότερες ειδήσεις
Ξεκινά εντός του Δεκεμβρίου η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Egis