Υποδομή εθνικής σημασίας που συνεχίζει να προσφέρει στους ανθρώπους, στην κοινωνία και στο περιβάλλον αποτελεί η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, η οποία συμπληρώνει σήμερα 21 έτη συνεχούς λειτουργίας.
Ήταν 12 Αυγούστου του 2004, παραμονή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, όταν η Ελλάδα έκανε πραγματικότητα το όραμα του Χαρίλαου Τρικούπη, εγκαινιάζοντας ένα έργο που άλλαξε ριζικά τη συνδεσιμότητα και την καθημερινότητα στη Δυτική Ελλάδα και εξακολουθεί να διαδραματίζει πρότυπο ρόλο σε επίπεδο τεχνικής αρτιότητας, ασφάλειας και περιβαλλοντικής υπευθυνότητας.
Σύμφωνα με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΓΕΦΥΡΑ, Πάνο Λούκα, η παράδοση του αυτοκινητοδρόμου Πατρών – Πύργου, αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την ασφαλή και βιώσιμη κινητικότητα καθώς και την ανάπτυξη της Δυτικής Ελλάδας, αναδεικνύοντας τον κομβικό ρόλο της Γέφυρας Ρίου – Αντιρρίου που ενώνει ένα σύγχρονο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων.
«Η 21η επέτειος είναι όμως και μια ευκαιρία να θυμηθούμε πώς ήταν το Στενό και η περιοχή πριν από το 2004 και να αναλογιστούμε τη δυναμική που έχει αποκτήσει σήμερα, με απτά οφέλη για τους συμπολίτες μας και τις τοπικές κοινωνίες» συμπλήρωσε.
Τεχνολογική καινοτομία και περιφερειακή ανάπτυξη
Στο πλαίσιο της συνεχούς επένδυσης στη λειτουργική αρτιότητα του έργου, ολοκληρώθηκαν στις αρχές Αυγούστου οι εργασίες βαριάς συντήρησης στους δύο αρμούς συστολο-διαστολής που ξεκίνησαν το 2022 , καθώς και ο νέος κύκλος υποβρύχιων εργασιών επιθεώρησης και συντήρησης με δύτες και εξειδικευμένα τεχνολογικά μέσα. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο, αναμένεται η άφιξη ειδικευμένης ομάδας αλπινιστών, που θα πραγματοποιήσει τον καθιερωμένο ετήσιο κύκλο επιθεώρησης και συντήρησης.
Κάθε χρόνο, 3.342 δομικά στοιχεία της Γέφυρας ελέγχονται εξονυχιστικά, μέσα από ένα πρωτοποριακό μείγμα καινοτομίας, τεχνολογίας αιχμής και ανθρώπινης εξειδίκευσης, με τη χρήση λογισμικών, αισθητήρων, ρομποτικών οχημάτων, drones και φυσικά ειδικών ομάδων (εναεριτών, δυτών κ.ά.).
Η λειτουργία της Γέφυρας τα τελευταία 21 χρόνια υπήρξε καταλύτης για την οικονομική, κοινωνική και τουριστική ανάπτυξη της Δυτικής Ελλάδας, ανοίγοντας δρόμους ασφαλούς και βιώσιμης κινητικότητας και αποτελώντας έναν ουσιαστικό σύμμαχο για τη χώρα, την οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη. Τέλος, με πλήρη κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών από ΑΠΕ από το 2019 και συνεχή μείωση του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου παραμένει πρότυπο βιώσιμης λειτουργίας και προσανατολισμού στο μέλλον. Η τεχνογνωσία της VINCI Highways σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με την εμπειρία της παραχωρησιούχου εταιρείας, εξασφαλίζουν την τεχνολογική και λειτουργική υπεροχή του έργου.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή του έργου
Σύμφωνα με το Wikipedia, η γέφυρα σχεδιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κατασκευάστηκε από την ελληνογαλλική κοινοπραξία με επικεφαλής εταιρεία την Vinci, η οποία περιλαμβάνει επίσης και τις Ελληνικές εταιρείες Ελληνική Τεχνοδομική-ΤΕΒ, J&P-ΑΒΑΞ, Αθηνά, Προοδευτική και Παντεχνική. Η κοινοπραξία διαχειρίζεται τη γέφυρα μέσω της θυγατρικής της εταιρείας ΓΕΦΥΡΑ ή ΓαλλοΕλληνικός Φορέας Υπερθαλάσσιας ζεύξης Ρίου- Αντιρίου. Ο επικεφαλής αρχιτέκτονας ήταν ο Μπερτζ Μικαελιάν. Η προετοιμασία του χώρου και η δικτύωση ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1998, και η κατασκευή των πυλώνων υποστήριξης το 2000. Με την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων το 2003, ξεκίνησαν οι εργασίες στο κατάστρωμα κυκλοφορίας με την κατασκευή χάλυβα από την Cleveland Bridge U.K. και τα υποστηρικτικά καλώδια από την Freyssinet. Στις 21 Μαΐου του 2004 ολοκληρώθηκε η κύρια κατασκευή. Απέμενε η εγκατάσταση του εξοπλισμού και της υδατοπροστασίας.
Η γέφυρα εγκαινιάστηκε στις 7 Αυγούστου του 2004, μια εβδομάδα πριν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 στην Αθήνα. Λαμπαδηδρόμοι της Ολυμπιακής Φλόγας ήταν οι πρώτοι που διέσχισαν επίσημα τη γέφυρα σε όλο της το μήκος. Ένας από αυτούς ήταν ο Όττο Ρεχάγκελ, ο Γερμανός προπονητής της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου κατά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 2004. Ένας ακόμη ήταν ο Κώστας Λαλιώτης, ο πρώην Υπουργός Δημοσίων Έργων, κατά τη θητεία του οποίου ξεκίνησε η κατασκευή του έργου.
Το συνολικό κόστος της κατασκευής ανερχόταν στα 630 εκατομμύρια ευρώ. Η κατασκευή χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό δημόσιο, την κοινοπραξία και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε πριν από την αρχική εκτίμηση, η οποία προέβλεπε ολοκλήρωση των έργων μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 2004, και εντός προϋπολογισμο