Σε μία περίοδο κρίσιμων ισορροπιών εισέρχεται ο κατασκευαστικός κλάδος στην Ελλάδα έπειτα από μια τετραετία συνεχούς ανάκαμψης. Από τη μία πλευρά, οι επενδύσεις, η απασχόληση και τα δημόσια έργα καταγράφουν ιστορικά υψηλά, ενώ από την άλλη, η αβεβαιότητα γύρω από το θεσμικό πλαίσιο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ιδιωτική κατασκευή, οι αυξανόμενες ανάγκες σε χρηματοδότηση και ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και η ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026 σκιαγραφούν ένα τοπίο νέων απαιτήσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη για τις τάσεις και τις προκλήσεις του κλάδου των κατασκευών που παρουσίασε εχθές (24/6) το ΙΟΒΕ και το ΤΜΕΔΕ, η συνολική αξία παραγωγής στον τομέα των κατασκευών ξεπέρασε το 2024 τα 15,7 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσια σε σχέση με τα 7,2 δισ. ευρώ του 2020. Την ίδια στιγμή, η απασχόληση έφτασε τους 210.000 εργαζόμενους, σημειώνοντας άνοδο 8,8% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Η ανοδική πορεία του κλάδου συνδέεται άμεσα με τη δυναμική επανεκκίνηση μεγάλων έργων, αλλά και την αυξημένη ιδιωτική ζήτηση για νέες κατασκευές, τουλάχιστον έως τα τέλη του 2024. Ωστόσο, από τις αρχές του 2025, ένα νέο σκηνικό φαίνεται να διαμορφώνεται.
Η ξαφνική μείωση στην έκδοση οικοδομικών αδειών –κατά 51% σε αριθμό και 49% σε επιφάνεια σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα – δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Οι λόγοι είναι κυρίως θεσμικοί και αφορούν την αναστολή των οριζόντιων κινήτρων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού και τους περιορισμούς στην εκτός σχεδίου δόμηση που δημιούργησαν κλίμα ανασφάλειας στην αγορά, οδηγώντας σε μαζική αναβολή ή ματαίωση σχεδίων ανέγερσης κατοικιών. Η επιβράδυνση αυτή έρχεται σε μια στιγμή που η στεγαστική κρίση βαθαίνει. Παρά την αύξηση στις άδειες το 2024 – όταν ο αριθμός των νέων κατοικιών αυξήθηκε κατά 32% φτάνοντας τις 46.900 – η προσαρμογή της προσφοράς στις αυξημένες ανάγκες παραμένει αργή.
Οι τιμές κατοικιών καταγράφουν συνεχώς νέα υψηλά, με μέση αύξηση 72% από το 2018 έως το τέλος του 2024. Παρά την ανοδική αυτή τάση, η πρόθεση των πολιτών να προβούν σε αγορά νέου σπιτιού παραμένει υποτονική: Μόλις το 0,7% του πληθυσμού δηλώνει ότι θεωρεί πολύ πιθανό να αγοράσει κατοικία μέσα στον επόμενο χρόνο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η μελέτη του ΙΟΒΕ μελέτησε δύο σενάρια για το μέλλον του κλάδου έως το 2026.
Στο αισιόδοξο σενάριο, εκτιμάται ότι η πτώση στις άδειες θα περιοριστεί στο 18% και η συνολική αξία της παραγωγής θα αγγίξει τα 18,85 δισ. ευρώ. Αντίθετα, στο δυσμενές σενάριο, όπου η μείωση των οικοδομικών αδειών φτάνει το 40%, το ύψος της κατασκευαστικής παραγωγής υπολογίζεται στα 17,96 δισ. ευρώ, υποχωρώντας κατά 4,7% σε σχέση με το θετικό ενδεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη διετία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πρόοδο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τα έργα που έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο αυτό, σε συνδυασμό με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ και την ιδιωτική συμμετοχή, αναμένεται να κινητοποιήσουν κεφάλαια άνω των 31 δισ. ευρώ μέχρι το 2026.
Αποφυγή πάση θυσία του «κενού έργων»
Μεγάλο ερώτημα παραμένει τι θα ακολουθήσει μετά το πέρας του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μελέτη του ΙΟΒΕ εντοπίζει ένα σημαντικό απόθεμα έργων – ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ – τα οποία αναμένεται να εξελιχθούν την περίοδο 2027 – 2030. Πρόκειται για υποδομές μεταφορών, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και έργα ΣΔΙΤ που αναμένεται να δώσουν συνέχεια στη δραστηριότητα. Ωστόσο, το Ινστιτούτο επισημαίνει την ανάγκη να εμπλουτιστεί αυτό το χαρτοφυλάκιο με νέες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός «κενού έργων» που θα μπορούσε να πλήξει την απασχόληση και την προστιθέμενη αξία του τομέα.
Ταυτόχρονα, ανοίγεται ένας νέος κύκλος ευκαιριών στον τομέα της πράσινης αναβάθμισης. Οι ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος στα κτίρια δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για ανακαινίσεις και ενεργειακές αναβαθμίσεις περίπου στο 10% του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος. Αυτή η κατεύθυνση εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τη δραστηριότητα του κλάδου μετά το 2026, προσφέροντας έναν νέο πυλώνα ανάπτυξης με μακροπρόθεσμα οφέλη. Προκλήσεις, ωστόσο, δεν λείπουν. Η χρηματοδότηση παραμένει ακριβή καθώς το κόστος δανεισμού για τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις ανήλθε σε 6,03% την άνοιξη του 2024, προτού αρχίσει να αποκλιμακώνεται στο 4,75% στις αρχές του 2025.
Παράλληλα, οι καθυστερήσεις πληρωμών στα δημόσια έργα επιβαρύνουν τη ρευστότητα, ενώ η ζήτηση για δάνεια αυξάνεται με τον καθαρό τραπεζικό δανεισμό του κλάδου να εκτιμάται ότι μπορεί να ενισχυθεί κατά 329 εκατ. ευρώ την επόμενη διετία. Σοβαρό εμπόδιο παραμένει η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Αυτή τη στιγμή καταγράφεται ανάγκη κάλυψης 25.000 θέσεων εργασίας στον τομέα, ενώ η συμμετοχή των νέων ηλικίας έως 24 ετών φτάνει μόλις το 3,3% έναντι 7,9% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ, Κωνσταντίνος Μακέδος, υπογραμμίζει ότι «μόνο με έναν μακροπρόθεσμο εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, που θα θέτει προτεραιότητες, θα εξασφαλίζει θεσμική σταθερότητα και θα κινητοποιεί δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους, μπορούμε να χτίσουμε ένα βιώσιμο μέλλον για τις κατασκευές στη μετά-RRF εποχή».