MENU

Πάνω από τον μέσο όρο Ευρωζώνης και ΕΕ η Ελλάδα – Ανάπτυξη 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026

Σημαντική η... συνδρομή κατανάλωσης κι επενδύσεων - Στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026 ο πληθωρισμός

Την ισχυρή της δυναμική προβλέπεται να διατηρήσει η ελληνική οικονομία τουλάχιστον μέχρι και το 2026, καθώς σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν σήμερα (19/5), ο ρυθμός ανάπτυξης υπολογίζεται σε 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026.

Κατά την Κομισιόν, ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 2,3% έως το 2026, αν και, όπως επισημάνθηκε, οι εξελίξεις στους μισθούς και στη ζήτηση συνεχίζουν να ασκούν πιέσεις στις τιμές καταναλωτή.

Η Ελλάδα πέτυχε σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2024, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί καθ’ όλη την περίοδο των προβλέψεων. Με την υποστήριξη της ισχυρής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίζει να μειώνεται και αναμένεται να φθάσει το 140,6% το 2026.

Το 2024, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3%, κυρίως λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων και της αύξησης των αποθεμάτων. Παρά την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, η εγχώρια ζήτηση αυξήθηκε σημαντικά, οδηγώντας σε έντονη αύξηση των εισαγωγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό. Ως εκ τούτου, οι καθαρές εξαγωγές επιβάρυναν την οικονομική δραστηριότητα.

Με την πρόοδο του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι επενδύσεις με χρηματοδότηση από την ΕΕ αναμένεται να είναι σημαντικές το 2025 και το 2026. Μαζί με τη συνεχιζόμενη ισχυρή κατανάλωση, που υποστηρίζεται από τη σταθερή αύξηση των εισοδημάτων, αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να είναι οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής ανάπτυξης.

Η ζήτηση για εισαγωγές προβλέπεται να παραμείνει υψηλή, λόγω της υψηλής εξάρτησης των επενδύσεων από εισαγόμενα αγαθά. Συνολικά, η ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να υπερβαίνει το μακροπρόθεσμο δυναμικό της, με ρυθμούς 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026.

Η ελληνική οικονομία αναμένεται να επηρεαστεί μόνο ήπια από τους δασμούς των ΗΠΑ, λόγω των σχετικά ασθενών άμεσων και έμμεσων εμπορικών δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις ανάπτυξης έχουν αυξηθεί και είναι καθοδικοί, καθώς μια επίμονη αύξηση της εμπορικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών, θα μπορούσαν να πλήξουν τις ελληνικές εξαγωγές, ιδιαίτερα στον τουρισμό.

Η αγορά εργασίας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και η θετική δυναμική συνεχίστηκε στις αρχές του 2025, όπως αποδεικνύεται από την περαιτέρω μείωση της ανεργίας στο 8,6% τον Φεβρουάριο. Μετά την κορύφωσή τους το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων άρχισαν να μειώνονται, αλλά εξακολουθούν να υποδηλώνουν περιορισμούς στην αγορά εργασίας, ιδίως στους τομείς του τουρισμού και σε επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης.

Η απασχόληση προβλέπεται να συνεχίσει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς τα κενά δεξιοτήτων και η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας – ιδίως των γυναικών – περιορίζουν την προσφορά εργασίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πραγματικοί μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, κατά μέσο όρο 1,3% ετησίως την περίοδο των προβλέψεων. Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τις πρόσφατες αυξήσεις του κατώτατου μισθού και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

Πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης ο πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός ανήλθε κατά μέσο όρο σε 3% το 2024, 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η αποπληθωριστική τάση περιορίστηκε από την άνοδο των τιμών των υπηρεσιών και την αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Προχωρώντας προς τα εμπρός, οι μισθοί αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Έτσι, ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες προβλέπεται να επιβραδυνθεί μόνο σταδιακά στο διάστημα των προβλέψεων. Συνολικά, ο πληθωρισμός προβλέπεται στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ο πυρήνας του πληθωρισμού (χωρίς ενέργεια και τρόφιμα) αναμένεται να παραμείνει υψηλότερος: 3,5% το 2025 και 2,6% το 2026.

Ισχυρότερες δημοσιονομικές προοπτικές χάρη σε διαρθρωτικά κέρδη

Το 2024, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, έναντι προβλεπόμενου ελλείμματος 0,6% του ΑΕΠ στην φθινοπωρινή πρόβλεψη. Η βελτίωση αυτή οφείλεται στη συγκρατημένη αύξηση των τρεχουσών δαπανών, στα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από άμεσους φόρους και στις αυξημένες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που σχετίζονται όχι μόνο με την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης, αλλά και με μέτρα κατά της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας και οι αυστηρότερες απαιτήσεις για την υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ.

Το 2025, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να περιοριστεί στο 0,7% του ΑΕΠ. Από την πλευρά των εσόδων, η πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη τη βελτιωμένη βάση λόγω της ισχυρής επίδοσης του 2024 και περιλαμβάνει αυξήσεις όπως τον φόρο διαμονής στα ξενοδοχεία, διαρθρωτικά μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους κλάδους της εστίασης και του τουρισμού, και αυξήσεις σε τέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Τα μέτρα αυτά αναμένεται να αντισταθμίσουν την επίδραση της σχεδιαζόμενης μείωσης των εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα και των αυξήσεων στους μισθούς του δημόσιου τομέα. Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις ενσωματώνουν νέο πακέτο μέτρων ύψους 0,5% του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκε μετά τη δημοσίευση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του 2024. Περιλαμβάνει επιστροφή ενοικίου ενός μηνός με εισοδηματικά κριτήρια, μόνιμο επίδομα 250 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία, καθώς και ετήσια αύξηση 500 εκατ. ευρώ στο εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

Το 2026, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,4% του ΑΕΠ υπό το σενάριο μη αλλαγής πολιτικής. Η βελτίωση αυτή αναμένεται να υποστηριχθεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία προβλέπεται να αντισταθμίσουν την αύξηση των δαπανών για συντάξεις και μισθούς δημοσίων υπαλλήλων. Η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να είναι επεκτατική, υποστηριζόμενη από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, τόσο το 2025 όσο και το 2026.

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται, φθάνοντας στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η μείωση αυτή αναμένεται να καθοδηγηθεί από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Πηγή: Protagon.gr

Σχετικά Άρθρα