Η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου θα γνωρίσει «ελαφρά κάμψη» το 2030, σε μία πρώτη ένδειξη μείωσης της χρησιμοποίησης ενέργειας προερχόμενης από ορυκτά καύσιμα που είναι υπεύθυνη για την κλιματική αλλαγή από το 2020, χρονιά ασυνήθιστα χαμηλής κατανάλωσης λόγω της πανδημίας της Covid, αναφέρει σε έκθεσή του ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας.
Ο οργανισμός ενέργειας του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα φθάσει στο ανώτατο επίπεδό της στο τέλος της δεκαετίας, σύμφωνα με τις νεότερες προβλέψεις που επιβεβαιώνουν τις προηγούμενες που δημοσιεύθηκαν το 2023.
Η κατανάλωση πετρελαίου θα υποχωρήσει ελαφρώς το 2030 αφού θα έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδό της την προηγούμενη χρονιά, στα περίπου105,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.
Πότε «θα χτυπηθούν» ΗΠΑ και Κίνα
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτο καταναλωτή πετρελαίου παγκοσμίως, η μείωση αυτή θα έρθει το 2026, ενώ αυτό αναμένεται για το 2028 για την Κίνα, δεύτερο καταναλωτή παγκοσμίως.
Αν, για την ώρα, «η σύρραξη ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν προσελκύει την προσοχή στους άμεσους κινδύνους που αυτή σημαίνει για την ενεργειακή ασφάλεια, σύμφωνα με τις νέες μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα αυξηθεί πολύ πιο γρήγορα από την ζήτηση στα επόμενα χρόνια».
Η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 2,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως ανάμεσα στο 2024 και το 2030 μέχρι να φθάσει ένα επίπεδο «περί τα 105,5 βαρ/ημ μέχρι το τέλος της δεκαετίας». Ομως «η ετήσια αύξηση επιβραδύνεται» περνώντας από τα 700.000 βαρέλια ημερησίως το 2025 και το 2026 «σε μία οριακή αύξηση κατά τα επόμενα χρόνια και μία ελαφρά πτώση που αναμένεται το 2030», εκτιμά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας με βάση τις εφαρμοζόμενες σήμερα πολιτικές και τις τάσεις της αγοράς.
Το τέλος της εποχής του πετρελαίου αρχίζει να προδιαγράφεται, σύμφωνα με τον Οργανισμό, λόγω «μίας οικονομικής ανάπτυξης μικρότερης της τάσης, που επιβραδύνεται από τις παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις και τις δημοσιονομικές ανισορροπίες», αλλά και λόγω «της επιτάχυνσης της υποκατάστασης του πετρελαίου στους τομείς των μεταφορών (ηλεκτρικά αυτοκίνητα) και της παραγωγής ενέργειας».