Το να μιλά κανείς πολλές γλώσσες θεωρούνταν ανέκαθεν ένδειξη καλλιέργειας και εξωστρέφειας. Τώρα, η επιστήμη προσθέτει έναν απρόσμενο λόγο για να αγαπήσουμε τη γλωσσομάθεια: φαίνεται πως ενισχύει σημαντικά τη μακροζωία.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature δείχνει ότι όσοι μιλούν πάνω από μία γλώσσα, φαίνεται να απολαμβάνουν σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό βιολογικής γήρανσης, καλύτερη εγκεφαλική λειτουργία και ισχυρότερο ανοσοποιητικό σύστημα.
Κάθε επιπλέον γλώσσα λειτουργεί σαν προπόνηση για τον εγκέφαλο, ένα είδος “νοητικής ασπίδας” απέναντι στο πέρασμα του χρόνου.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από πάνω από 80.000 άτομα ηλικίας 51 έως 90 ετών σε 27 ευρωπαϊκές χώρες, συγκρίνοντας τη βιολογική τους ηλικία με τη χρονολογική.
Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα: όσοι μιλούσαν μόνο μία γλώσσα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν “επιταχυνόμενη γήρανση”, δηλαδή κυτταρική φθορά ταχύτερη από το φυσιολογικό.
Αντίθετα, οι πολύγλωσσοι Ευρωπαίοι εμφάνιζαν κατά 50% μικρότερη πιθανότητα να γερνούν γρήγορα. Και το εντυπωσιακότερο: όσο περισσότερες γλώσσες γνώριζε κάποιος, τόσο περισσότερο επιβραδυνόταν η βιολογική του γήρανση!

Ο νευροεπιστήμονας Agustín Ibáñez από το Trinity College του Δουβλίνου εξηγεί ότι κάθε επιπλέον γλώσσα ενεργοποιεί διαφορετικά εγκεφαλικά δίκτυα:
«Η πολυγλωσσία μάς αναγκάζει να ελέγχουμε την προσοχή μας, να αποτρέπουμε παρεμβολές και να εναλλασσόμαστε ανάμεσα σε διαφορετικούς γλωσσικούς κανόνες. Αυτή η συνεχής πνευματική άσκηση διατηρεί τα νευρωνικά μας κυκλώματα σε φόρμα και επιβραδύνει τη φθορά τους».
Η γλωσσική ευελιξία, προσθέτει, ενισχύει και την ψυχική ανθεκτικότητα:
«Οι άνθρωποι που μιλούν περισσότερες γλώσσες αναπτύσσουν ισχυρότερη αίσθηση ταυτότητας, κοινωνικής σύνδεσης και συναισθηματικής ισορροπίας. Αυτοί οι παράγοντες μειώνουν το στρες και ωφελούν την καρδιά, τον μεταβολισμό και το ανοσοποιητικό».
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τρεις στους τέσσερις Ευρωπαίους γνωρίζουν τουλάχιστον μία δεύτερη γλώσσα, με τις σκανδιναβικές χώρες να προηγούνται.
Στον ευρωπαϊκό Νότο, ωστόσο, τα ποσοστά είναι χαμηλότερα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η εκμάθηση ξένων γλωσσών βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό: το 2024, μόλις 2,9% των A-levels αφορούσαν ξένες γλώσσες.
Ο Ibáñez υποστηρίζει ότι τα σχολεία και τα προγράμματα δια βίου μάθησης θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τη γλωσσομάθεια όχι απλώς ως πολιτιστικό προνόμιο, αλλά ως επένδυση στην υγεία και την ευεξία.
«Η γλώσσα», λέει ο Ibáñez, «αποτελεί πολιτιστική και βιοϊατρική δύναμη ταυτόχρονα».
Η τακτική εξάσκηση του νου μέσα από τη γλωσσομάθεια φαίνεται να ενισχύει τη νοητική ευελιξία, να προστατεύει από νευροεκφυλιστικές ασθένειες και να διατηρεί τη μνήμη ζωντανή.
Όπως συμβαίνει με τη σωματική άσκηση, έτσι και η πνευματική “προπόνηση” μέσω των γλωσσών φαίνεται πως βοηθά το σώμα να αντιστέκεται στο χρόνο.
Περισσότερες ειδήσεις
Ηλικία και μνήμη: Τι αποκαλύπτει η επιστήμη για τη φθορά του εγκεφάλου στα δύο φύλα
Ξεκίνα πριν νιώσεις έτοιμος — Πώς η επιτυχία «χτίζεται» πριν την αυτοπεποίθηση