Στα είδη διατροφής, στη στέγαση και στις μεταφορές καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους τα ελληνικά νοικοκυριά, σύμφωνα με σχετική και αναλυτική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, το 2024, ανήλθε στα 20.694,48 ευρώ (1.724,54 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση 3,6%, σε τρέχουσες τιμές σε σχέση με το 2023. Το 50% των νοικοκυριών δαπανά περισσότερα από 1.338 ευρώ το μήνα.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,1% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο. Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,9% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,7%.
Η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη καταγράφηκε στην περιφέρεια Αττικής και ανήλθε σε 24.363,24 ευρώ, ενώ η χαμηλότερη στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος και ανήλθε σε 14.214,96 ευρώ. Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 εμφανίζεται μειωμένη κατά 16,6% σε σύγκριση με το 2008.
Βασικές διαπιστώσεις:
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2023), παρουσιάζεται στις ομάδες:
Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2023), παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη:
ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:
Η εικόνα στις αγροτικές περιοχές
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.296,41 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.821,26 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 28,8% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 117,7% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το 68,7% αυτής.
Το 2024, σε σύγκριση με το 2023, τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας αύξησαν τις δαπάνες τους, κατά μέσο όρο 9,8%, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Πελοποννήσου κατά 1,4%.
Στις περισσότερες κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών παρατηρούνται μειώσεις, ως εξής:
Η μέση μηνιαία ποσότητα αυξήθηκε στις παρακάτω κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών:
Η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία, παρουσίασε αύξηση σε:
και μείωση σε:
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,68 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,64 για το 2023). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,38, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη)- (4,43 για το 2023).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2023 κατά 4,8%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 5,4%.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,5% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 12,7%.
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,2% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,7% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,7%.