Περιορισμένη και βραχύβια φαίνεται πως είναι η επίδραση μιας μεμονωμένης μείωσης του ΦΠΑ στον περιορισμό του πληθωρισμού, σύμφωνα με νέα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου. Αντίθετα, η επίδραση ενισχύεται σημαντικά όταν το μέτρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πακέτο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τονίζεται στη μελέτη.
Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, Γεώργιος Παλαιοδήμος και Δημήτρης Παπαγεωργίου, η αποδοτικότητα της προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ ως μέσου αντιπληθωριστικής πολιτικής είναι περιορισμένη. Αντιθέτως, όπως καταγράφεται, όταν συνοδεύεται από διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και περιορίζουν τις στρεβλώσεις στην αγορά, τα αποτελέσματα είναι αισθητά και διατηρήσιμα.
Μόνιμες μειώσεις, δε, αποδεικνύονται πολύ πιο αποτελεσματικές από προσωρινές, καθώς ενισχύουν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και βελτιώνουν τις προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η μελέτη υπογραμμίζει πως η αξιοποίηση του ΦΠΑ ως εργαλείου αποπληθωριστικής πολιτικής δεν μπορεί να λειτουργήσει αποσπασματικά. Η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται άμεσα από το θεσμικό και διαρθρωτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εφαρμόζεται.
Όταν η μείωση του ΦΠΑ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικής στρατηγικής, το οποίο περιλαμβάνει μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού και άρσης στρεβλώσεων, τότε οι αντιπληθωριστικές επιδράσεις ενισχύονται πολλαπλάσια.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ενός δυναμικού στοχαστικού υποδείγματος, η βραχυπρόθεσμη μετακύλιση της μείωσης του ΦΠΑ στις τιμές καταναλωτή κυμαίνεται μεταξύ 19% και 25%. Ο βαθμός μετακύλισης δεν είναι σταθερός και εξαρτάται τόσο από τη διάρκεια εφαρμογής όσο και από διαρθρωτικούς παράγοντες.
Ενδεικτικά, μόνιμες μειώσεις του ΦΠΑ σχεδόν διπλασιάζουν τη μετακύλιση στις τελικές τιμές σε σύγκριση με προσωρινές. Παράλληλα, η αποτελεσματικότητα είναι μεγαλύτερη σε ανταγωνιστικές οικονομίες, όπου οι επιχειρήσεις είναι περισσότερο πρόθυμες να μετακυλήσουν το όφελος στους καταναλωτές.
Το ζήτημα της μείωσης του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, όπως τα τρόφιμα και η ενέργεια, έχει επανέλθει δυναμικά στη δημόσια συζήτηση τα τελευταία χρόνια, καθώς αρκετές χώρες της ευρωζώνης υιοθέτησαν παρόμοια μέτρα για να περιορίσουν το κύμα των πληθωριστικών πιέσεων. Οι πιέσεις αυτές οφείλονται κυρίως στην άνοδο του κόστους ενέργειας, πρώτων υλών και στις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας εξαιτίας, μεταξύ άλλων, του πολέμου στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι χωρίς παράλληλες δομικές παρεμβάσεις, η επίδραση τέτοιων μέτρων παραμένει περιορισμένη και παροδική.