Ιστορικά υψηλή ήταν το 2024 η συνεισφορά του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, με την άμεση οικονομική επίδραση να φτάνει τα 30,2 δισ. ευρώ, δηλαδή το 13% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την ετήσια μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), που παρουσιάστηκε την Τρίτη 13 Μαΐου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η τουριστική δραστηριότητα παραμένει κατά κύριο λόγο εξαγωγική, αφού το 84,4% των εισπράξεων προέρχονται από τον εισερχόμενο τουρισμό καλύπτοντας το 71,5% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Περαιτέρω, ο τομέας συνέβαλε άμεσα στην αιχμή, στο τρίτο τρίμηνο του 2024, στο 16,5% της απασχόλησης.
Σε ό,τι αφορά την άμεση συμβολή του τομέα για την προηγούμενη χρονιά, ανήλθε σε 30,2 δισ. ευρώ και επιμερίζεται ως εξής:
Εξαιρετικά σημαντικά είναι και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη από τον τουριστικό κλάδο με τη συνολική συμβολή του τουριστικού τομέα να εκτιμάται μεταξύ 66,5 και 80,1 δισ. ευρώ, καλύπτοντας με έμμεση συνεισφορά έως και το 35% του ΑΕΠ και επιβεβαιώνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τουρισμού ως στρατηγικού πυλώνα ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, ανθεκτικότητας και προοπτικής της ελληνικής οικονομίας.
Με βάση τις εκτιμήσεις των πολλαπλασιαστών από ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ, από κάθε 1 ευρώ τουριστικής δραστηριότητας, δημιουργείται επιπλέον 1,2 έως 1,65 ευρώ πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας. Ουσιαστικά, για κάθε 1 ευρώ τουριστικού εσόδου, το ΑΕΠ της χώρας αυξάνεται κατά 2,2 έως 2,65 ευρώ.
Ανάγκη για υποστηρικτικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων
Ωστόσο όσο σημαντική είναι η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, δεν είναι και αυτονόητη σε μία εποχή προκλήσεων και κρίσεων, όπως επεσήμανε ο Γενικός Γραμματέας του ΣΕΤΕ και Πρόεδρος του ΙΝΣΕΤΕ, κ. Γιώργος Βερνίκος: «Πολλές επιχειρήσεις, σε ώριμους και μη προορισμούς, αντιμετωπίζουν οριακές συνθήκες, λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης, αυξημένων λειτουργικών βαρών και ρυθμιστικής αβεβαιότητας. Ο τομέας, διαχρονικός πυλώνας ανάπτυξης της χώρας, χρειάζεται ένα συνεπές και υποστηρικτικό πλαίσιο για να συνεχίσει να αποδίδει. Η συμβολή του είναι ουσιαστική, αλλά όχι αυτονόητη», υπογράμμισε.
Από την πλευρά του ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ κ. Ηλίας Κικίλιας σημείωσε ότι «πρέπει να υπερβούμε τον εφησυχασμό πως ο τουρισμός, ό,τι και να γίνει, θα συνεχίσει να επενδύει και να αποδίδει. Να υιοθετήσουμε ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο που θα συντονίζει τις δημόσιες και ιδιωτικές προσπάθειες, βελτιώνοντας σημεία που διαχρονικά υστερούμε όπως η διαχείριση των προορισμών, η καθαριότητα των δημόσιων χώρων, τα περιφερειακά οδικά δίκτυα, η άναρχη πολεοδομία, η ευκολία περιήγησης, η πληροφόρηση των επισκεπτών και η προσφερόμενη πολιτιστική εμπειρία. Εξίσου σημαντική είναι η δέσμευση για βιωσιμότητα, αλλά και η υιοθέτηση ανθεκτικών πρακτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».
Μειωμένη η κατά κεφαλή δαπάνη
Βάσει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανήλθε στα 572,8 ευρώ το 2024, εμφανίζοντας μείωση κατά 5% σε σύγκριση με το 2023, αλλά η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση το 2024 ανήλθε στα 89,1 ευρώ αυξημένη κατά 2,9% σε σχέση με το 2023 που ήταν 86,6 ευρώ. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής κατά 7,7%, δηλαδή από τις 7 στις 6,4 διανυκτερεύσεις.
«Η αύξηση της ημερήσιας δαπάνης των τουριστών συνοδεύεται από αναλογικά μεγαλύτερη μείωση της διάρκειας των ταξιδιών τους, κάτι που αποτελεί ένδειξη είτε ότι η αύξηση του κόστους των διακοπών ανά ημέρα οδηγεί σε περιορισμό της διάρκειας των διακοπών με αποτέλεσμα να περιοριστεί αντίστοιχα και το συνολικό κόστος, είτε οτι οι διακοπές σύντομης διάρκειας (city break) κερδίζουν μερίδιο αγοράς έναντι των διακοπών παραθερισμού που έχουν μεγαλύτερη δαπάνη λόγω μεγαλύτερης διάρκειας», επισημαίνεται.
Συνολικά η χώρα μας υποδέχθηκε σχεδόν 36 εκατ. τουρίστες την προηγούμενη χρονιά με τις αεροπορικές αφίξεις να αυξάνουν το μερίδιο τους στο 73% των αφίξεων, ακολουθούμενες από τις οδικές με 25% και τις ακτοπλοϊκές με 2%. Το ποσοστό των τουριστών που επέλεξαν το τρένο ως μέσο μεταφοράς για το ταξίδι τους στην Ελλάδα ήταν αμελητέο.
Σε ότι αφορά την εποχικότητα των αφίξεων και των εισπράξεων, η πλειονότητα εντοπίζεται στο τρίτο τρίμηνο του έτους (ποσοστό αφίξεων 52,1% και εισπράξεων 54,5%) κυρίως λόγω της εξάρτησης της χώρας από το κυρίαρχο προϊόν – σε ευρωπαϊκό επίπεδο – ήλιος και θάλασσα. Παρόλα αυτά, το 2024 παρατηρείται άμβλυνση της εποχικότητας σε σύγκριση με την προ πανδημίας εποχή με μείωση των μεριδίων αφίξεων και εισπράξεων του 3ου τρίμηνου και αύξηση των υπολοίπων τριμήνων και κυρίως του 2ου και του 4ου τριμήνου.
Η άνοδος της θερμοκρασίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έχει προκαλέσει μετατόπιση της τουριστικής περιόδου εκτός των ιδιαίτερα θερμών μηνών Ιουλίου και Αυγούστου και, συνεπακόλουθα, και επιμήκυνση της σεζόν. Στους αμιγώς καλοκαιρινούς προορισμούς μάλιστα (Ιόνια Νησιά, Κρήτη και Νότιο Αιγαίο) παρατηρείται αύξηση της επισκεψιμότητας τις εποχές πλην καλοκαιριού, κάτι το οποίο εν μέρει αποδίδεται και στην αύξηση τους κόστους του τουριστικού πακέτου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που οδηγεί τους επισκέπτες σε εναλλακτικές επιλογές χαμηλότερης ζήτησης.
Το ζήτημα που έχει ανοίξει αναφορικά με τον υπερτουρισμό σχολίασε ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ, κ. Γιάννης Παράσχης επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ζήτημα. Όμως, όπου παρατηρούνται φαινόμενα πίεσης ή κορεσμού σε συγκεκριμένους προορισμούς, πρέπει να δρούμε άμεσα». Προσέθεσε ότι η προώθηση των θεμάτων του τουρισμού απαιτεί μια νέα στρατηγική προσέγγιση, με διαρκή συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης, τοπικής αυτοδιοίκησης και ιδιωτικού τομέα.
Ενίσχυση της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης στην περιφέρεια
Δεδομένου ότι το 77% των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού πραγματοποιείται εκτός Αττικής, ο κλάδος ενισχύει σταθερά την απασχόληση και την περιφερειακή ανάπτυξη. Νότιο Αιγαίο με μερίδιο 28% επί των εισπράξεων, Κρήτη με 22%, Ιόνια νησιά με 10% και Κεντρική Μακεδονία με 7% συγκεντρώνουν σχεδόν τα 2/3 (67%) των εισπράξεων, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες για περαιτέρω διάχυση της τουριστικής δραστηριότητας και στις υπόλοιπες Περιφέρειες.
Σε επίπεδο απασχόλησης το 2024 καταγράφηκε άνοδος 4,8% σε σύγκριση με το 2023, φτάνοντας τους 401.000 εργαζόμενους, ενώ στο τρίτο τρίμηνο καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ με 451.400 απασχολούμενους.
Η αύξηση αυτή είναι εμφανής κυρίως στον κλάδο παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης, με αυξήσεις που ξεκινούν από 9% στο πρώτο τρίμηνο και παραμένουν θετικές σε όλα τα τρίμηνα. Ιδιαίτερα έντονη είναι η άνοδος στα καταλύματα (12% ή 12.000 περισσότεροι απασχολούμενοι), αλλά και στην εστίαση (2% ή 6.000 περισσότεροι απασχολούμενοι). Με βάση την υπόθεση ότι τα καταλύματα και η εστίαση απορροφούν περίπου το 63,3% της τουριστικής δαπάνης, εκτιμάται ότι στην αιχμή της σεζόν ο τουρισμός δημιούργησε έως και 713.140 θέσεις εργασίας, δηλαδή το 16,5% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα.