Αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο μιας βαθιάς αναδιάρθρωσης της αγοράς των δημοσίων έργων βρίσκονται σήμερα οι μικρομεσαίες εργοληπτικές εταιρείες. Τα έργα ύψους 3,5 δισ. ευρώ που εκτελούν αυτή την περίοδο οδεύουν προς ολοκλήρωση, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται στον ορίζοντα επαρκές νέο αντικείμενο. Το κενό προκύπτει από την ανακατεύθυνση του επενδυτικού προγραμματισμού προς μεγάλης κλίμακας έργα που απευθύνονται αποκλειστικά σε ισχυρούς ομίλους, οι οποίοι σήμερα διαθέτουν ανεκτέλεστο ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ.
Ο κλάδος των μικρότερων εταιρειών αριθμεί περίπου 550 ενεργές επιχειρήσεις, με έδρα κυρίως στην περιφέρεια. Πρόκειται για σχήματα που στηρίζουν τοπικές οικονομίες, απασχολούν μηχανικούς, τεχνίτες και προσωπικό σε δεκάδες μικρές πόλεις, ενώ εκτελούν έργα υποδομής ζωτικής σημασίας όπως αντιπλημμυρικά, οδοποιίες, έργα ύδρευσης και υποδομές κοινής ωφέλειας. Η θέση τους στην αγορά έχει αρχίσει να συρρικνώνεται σταδιακά, καθώς το μοντέλο παραγωγής δημοσίων έργων βαίνει προς συγκέντρωση. Οι δημόσιες συμβάσεις ενοποιούνται σε υπερδομές, αυξάνοντας θεαματικά τους προϋπολογισμούς, γεγονός που αποκλείει πρακτικά τις μικρές εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν την οικονομική, οργανωτική ή τραπεζική δυνατότητα να συμμετάσχουν.
Πυρήνας της αγωνίας τους είναι το εργοληπτικό πτυχίο. Αυτό λειτουργούσε στο παρελθόν ως διαβατήριο συμμετοχής στους διαγωνισμούς. Σήμερα όμως μεγάλο μέρος των εταιρειών υποστηρίζει ότι μετατρέπεται σε εμπόδιο. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα καταχώρισης δικαιολογητικών απορρίπτει φακέλους για τυπικούς λόγους, οι διαδικασίες καθυστερούν και η επανυποβολή απαιτεί χρόνο και χρήμα. Οι εταιρείες υποστηρίζουν ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς, αλλά αντιμετωπίζει τις μικρές επιχειρήσεις με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει πολυεθνικά σχήματα. Ως αποτέλεσμα, η διαδικασία αδειοδότησης λειτουργεί συχνά αποτρεπτικά και όχι υποστηρικτικά.
Μετατροπή σε υπεργολάβους
Την ίδια στιγμή, η έκρηξη του κόστους των υλικών μετά το 2021 και η καθυστέρηση στην οριστικοποίηση των συντελεστών αναθεώρησης έχουν δημιουργήσει πρόσθετη πίεση. Εταιρείες αναφέρουν περιπτώσεις όπου αναθέτουσες αρχές καθυστερούν ή αρνούνται πληρωμές λόγω της προσωρινότητας των συντελεστών. Αυτό έχει προκαλέσει ασφυξία σε έναν κλάδο που έχει περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Ως αποτέλεσμα, αρκετές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να συντηρήσουν προσωπικό ή να χρηματοδοτήσουν το κόστος λειτουργίας τους μέχρι την ολοκλήρωση των έργων.
Τα χρηματοδοτικά εργαλεία της επόμενης περιόδου, δηλαδή το ΕΣΠΑ 2021–2027, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ταμείο Ανάκαμψης, διοχετεύονται σε μεγάλο ποσοστό σε μεγάλα έργα υποδομών. Αυτή η στρατηγική ακολουθείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο σε πολλές χώρες της ΕΕ διατηρείται παράλληλα διακριτός προγραμματισμός μικρών και μεσαίων έργων, ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία της αγοράς. Στην Ελλάδα η έλλειψη ενδιάμεσου επιπέδου έργων δημιουργεί τον κίνδυνο ενός διπλού αποκλεισμού. Από τη μία, οι μικρομεσαίες εταιρείες μένουν εκτός διαγωνισμών. Από την άλλη, η υποχρεωτική μετατροπή τους σε υπεργολάβους δεν συνοδεύεται από θεσμικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει έγκαιρη πληρωμή ή αξιοπρεπείς όρους συνεργασίας.
Υποσχέσεις για θεσμικά μέτρα προστασίας των «μικρών» εργοληπτών
Η κυβέρνηση διαμηνύει ότι στόχος της είναι η επιτάχυνση και ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου παραγωγής δημοσίων έργων. Η ενίσχυση των μεγάλων υποδομών θεωρείται προτεραιότητα, με το επιχείρημα ότι προσφέρουν υψηλό πολλαπλασιαστή και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Κυβερνητικές πηγές αναγνωρίζουν ωστόσο την ανάγκη θεσμικών βελτιώσεων για τις μικρότερες εταιρείες και διαβεβαιώνουν ότι εξετάζονται παρεμβάσεις που θα διαμορφώσουν ένα πιο ισόρροπο περιβάλλον. Παρά ταύτα, οι εργοληπτικές οργανώσεις υποστηρίζουν ότι η πολιτική βούληση δεν έχει μετατραπεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις, ότι τα προβλήματα καθυστερούν να λυθούν και ότι ο κίνδυνος διάλυσης μιας ολόκληρης βαθμίδας του κλάδου είναι πλέον ορατός.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι οι πιο ανθεκτικές αγορές δημοσίων έργων είναι εκείνες με πολυεπίπεδη κατανομή αντικειμένου και πραγματική συμμετοχή των μικρομεσαίων. Σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Πορτογαλία διατηρούνται υποχρεωτικά ποσοστά έργων ανά τάξη εταιρείας, ενώ μέρος των κονδυλίων κατευθύνεται σε έργα μικρότερης κλίμακας με περιφερειακή στόχευση. Η Ελλάδα, αντιθέτως, βρίσκεται σε φάση έντονης συγκέντρωσης της αγοράς, γεγονός που μπορεί να επιταχύνει τον τεχνικό εκσυγχρονισμό, αλλά παράλληλα να προκαλέσει απώλεια τεχνογνωσίας και ανθρώπινου δυναμικού εκτός μεγάλων ομίλων.
Οι μικρομεσαίες εργοληπτικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι χωρίς μια συνεκτική πολιτική στήριξης, ο κλάδος τους κινδυνεύει να υποστεί μόνιμη συρρίκνωση. Ζητούν θεσμική αναγνώριση της υπεργολαβίας, μικρότερους διαγωνισμούς με δημόσια χρηματοδότηση, βελτιώσεις στο πλαίσιο των ΣΔΙΤ ώστε να υπάρχει χώρος συμμετοχής περισσότερων εταιρειών, ενεργοποίηση του Μητρώου Ιδιωτικών Έργων και λειτουργία των μηχανισμών διαφάνειας για το κόστος και τις τεχνικές προδιαγραφές. Παράλληλα, τονίζουν την ανάγκη για ταχύτερη και πιο λειτουργική διαδικασία ανανέωσης πτυχίων, ώστε να μην εξαρτάται η επιβίωσή τους από διοικητικές καθυστερήσεις.