MENU

Μετέωρη η εφαρμογή των αναλογικών διοδίων – Απαιτείται επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων παραχώρησης

Η Ελλάδα κινδυνεύει με οικονομικές κυρώσεις εφόσον δεν ενσωματώσει και εφαρμόσει την κοινοτική οδηγία 2022/362 για τα διόδια και τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων

Μετέωρο παραμένει το σχέδιο για την εφαρμογή ηλεκτρονικών και χιλιομετρικών διοδίων στην Ελλάδα με την υλοποίησή του να προσκρούει διαρκώς σε προβλήματα και το υπουργείο Υποδομών – Μεταφορών να το μεταθέτει πλέον αόριστα στο …μέλλον.

Όπως παραδέχτηκε ρητά ο υφυπουργός Υποδομών Νίκος Ταχιάος στη Βουλή στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, η εφαρμογή τους θέτει θεμελιώδη ζητήματα, όπως η ανάγκη επανεκκίνησης των χρηματοδοτικών μοντέλων, αλλά και η επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων παραχώρησης.

«Ασφαλώς πρέπει να κοιτάξουμε ώστε τα διόδια να χρεώνουν από την είσοδο του αυτοκινητοδρόμου μέχρι την έξοδο του αυτοκινητοδρόμου. Ουσιαστικά, αυτό θέλουμε, διότι αυτό θα περιορίσει τις χρεώσεις στις πραγματικές αποστάσεις. Όμως αυτό δεν είναι τόσο απλό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ταχιάος.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό πρέπει να γίνει μέσα από ένα κρατικό σύστημα είσπραξης διοδίων, προϋποθέτει μια επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων παραχώρησης, για να μπορέσουν τα χρηματοδοτικά μοντέλα να αντέξουν πάνω σε μια τέτοια πραγματικότητα», πρόσθεσε, αφήνοντας επ’ αορίστω ανοιχτή την εκκρεμότητα, η επίλυση της οποίας φαίνεται πως θα απαιτούσε δομικές αλλαγές στις συμβάσεις με τους ιδιώτες παραχωρησιούχους.

Ο υφυπουργός προσέθεσε ότι το μοντέλο υβριδικά υλοποιείται στην περίπτωση της Ολυμπίας Οδού και σε άλλα μικρά τμήματα, «αλλά στην πράξη δεν είναι τόσο απλό το να επαναδιαπραγματευθούμε αυτά τα χρηματοδοτικά μοντέλα».

Η δήλωση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τη στασιμότητα του έργου των ηλεκτρονικών διοδίων, το οποίο, παρότι είχε παρουσιαστεί ως ψηφιακή τομή, ουδέποτε προχώρησε.

Υπενθυμίζεται ότι ο μόνος παραχωρησιούχος που έχει υλοποιήσει υβριδικό σύστημα χιλιομετρικής χρέωσης είναι η Ολυμπία Οδός, με τις υπόλοιπες εταιρείες παραχώρησης να παραμένουν στο υφιστάμενο καθεστώς σταθερής χρέωσης ανά μετωπικό σταθμό, προωθώντας μόνο εκπτωτικά προγράμματα μέσω των δικών τους πομποδεκτών.

Ένα από τα ζητήματα που προβάλλονται συνήθως από τους παραχωρησιούχους ως προς τη δυσκολία υλοποίησης του εγχειρήματος είναι ο μεγάλος αριθμός κόμβων που θα καθιστούσε οικονομικά ασύμφορη την εγκατάσταση των απαραίτητων τεχνολογικών υποδομών (αισθητήρες, καταγραφικά σημεία, πομποί). Επιπροσθέτως, οι ισχύουσες συμβάσεις δεν προβλέπουν υποχρέωση για χιλιομετρική χρέωση, επομένως δεν υφίσταται και χρηματοδοτικό κίνητρο για υλοποίηση του έργου από την πλευρά τους.

Πλήρη διαλειτουργικότητα των συστημάτων για αναλογική χρέωση

Από την πλευρά του ο Υφυπουργός Υποδομών επιχείρησε στη Βουλή να διαχωρίσει τα ηλεκτρονικά από τα αναλογικά διόδια. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «το τι σημαίνει ηλεκτρονικά διόδια είναι άπειρα σενάρια. Η ουσία είναι τα αναλογικά διόδια».

Μία λύση θα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα σύστημα Free Flow, δηλαδή διέλευση χωρίς στάση, με ταυτόχρονη χρέωση ανάλογα με τη διανυθείσα απόσταση. Όμως, τέτοια συστήματα απαιτούν πλήρη διαλειτουργικότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την οποία η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη.

Επιπλέον, όπως είπε, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα καταγραφής και χρέωσης οχημάτων με ξένες πινακίδες κυρίως σε περιοχές όπου παρατηρείται αυξημένη τουριστική και διασυνοριακή κίνηση.

Η υπόθεση των αναλογικών διοδίων στην Ελλάδα έχει πλέον μακρύ παρελθόν: Το 2018 προκηρύχθηκε διαγωνισμός – μαμούθ, ύψους 400 εκατ. ευρώ, με στόχο την υλοποίηση ενιαίου συστήματος αναλογικής χρέωσης σε όλους τους αυτοκινητοδρόμους. Όμως, μετά από προσφυγή ενδιαφερόμενου, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τον διαγωνισμό.

Το 2021, η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοίνωσε την ακύρωσή του και την πρόθεσή της να τον επαναπροκηρύξει μέσω του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Το έργο εντάχθηκε προσωρινά στο Ταμείο Ανάκαμψης με προϋπολογισμό κοντά στα 300 εκατ. ευρώ, αλλά στη συνέχεια απεντάχθηκε και μέχρι σήμερα δεν έχει επανέλθει.

Κίνδυνος προστίμων από την ΕΕ

Στο μεταξύ, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με διαδικασία επί παραβάσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μη μεταφορά της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/362 στο εθνικό δίκαιο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (25 Μαρτίου 2024).

Σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της Επιτροπής, η χώρα δεν έχει ακόμη ενημερώσει τις Βρυξέλλες για οποιοδήποτε εθνικό μέτρο εφαρμογής της Οδηγίας που αφορά τα διόδια, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει πλέον με βαριές οικονομικές κυρώσεις από το Δικαστήριο της ΕΕ:

  • Κατ’ αποκοπήν πρόστιμο που θα αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο ποσό που θα προκύπτει είτε από τα 4.830 ευρώ ημερησίως από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας έως την ημερομηνία συμμόρφωσης είτε από το ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό του 1.123.000 ευρώ.
  • Επιπλέον, αν μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης η παράβαση συνεχίζεται, τότε επιβάλλεται και χρηματική ποινή 18.782,40 ευρώ ημερησίως μέχρι την πλήρη συμμόρφωση.

Η Οδηγία τροποποιεί βασικές ευρωπαϊκές νομοθεσίες (1999/62/ΕΚ, 1999/37/ΕΚ και 2019/520), και ρυθμίζει μεταξύ άλλων την επιβολή διοδίων σε οχήματα για χρήση υποδομών, αλλά και τις τεχνικές προδιαγραφές για διαλειτουργικότητα των συστημάτων, κάτι που η Ελλάδα αδυνατεί μέχρι σήμερα να εξασφαλίσει.

Για την αποφυγή των προστίμων, όπως ανακοίνωσε ο κ. Ταχιάος, το υπουργείο μελετά ένα πρόγραμμα «το οποίο πιλοτικά θα δει τι είναι υλοποιήσιμο και τι είναι εφικτό στην Ελλάδα ξεκινώντας από την ανάγκη του να υπάρξει διαλειτουργικότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο πλαίσιο της σχετικής Οδηγίας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, προχωρά η ενσωμάτωση της Οδηγίας αυτής στην εθνική νομοθεσία με Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο είναι υπό έκδοση. «Νομίζω ότι είναι σαφές ότι πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε και να βάλουμε τα βήματα τα εφικτά πάνω στο τραπέζι. Όχι να απλώνουμε το πάπλωμα μας περισσότερο από εκεί που στην πραγματικότητα μπορεί να φτάσει και πάντοτε μέσα στα πλαίσια που η τεχνολογία μας δίνει, στο μέτρο του εφικτού», σημείωσε χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι σήμερα στην Ελλάδα «η εκκαθάριση των διοδίων γίνεται peer-to-peer, με έναν υβριδικό τρόπο που χρησιμοποιούν οι Έλληνες παραχωρησιούχοι και μπαίνουν ζητήματα διαλειτουργικότητας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Σχετικά Άρθρα