MENU

Μπορεί κανείς πραγματικά να πεθάνει από… ραγισμένη καρδιά; Δείτε τι λέει η επιστήμη

Τι δείχνει δεκαετής μελέτη για το έντονο πένθος και τα συνακόλουθα προβλήματα υγείας – Ποιοι είναι πιο ευάλωτοι

Κι όμως, είναι εφικτό να πεθάνει κανείς από… ραγισμένη καρδιά, ακόμα και χρόνια μετά τον χαμό ενός αγαπημένου του προσώπου, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα.

Το πένθος είναι μια φυσική αντίδραση στον θάνατο, αλλά για ορισμένους ανθρώπους μπορεί να προκαλέσει σοβαρά σωματικά και ψυχικά προβλήματα, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Πλέον, μια μελέτη έδειξε πως όσοι βιώνουν σταθερά υψηλά επίπεδα έντονου πένθους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν μέσα σε δέκα χρόνια από τον θάνατο του πιο κοντινού τους ανθρώπου.

Τα αποτελέσματα της έρευνας

Μια ερευνητική ομάδα από τη Δανία παρακολούθησε για μια δεκαετία πάνω από 1.700 ενήλικες που είχαν χάσει πρόσφατα τον/την σύντροφό τους, έναν γονέα ή κάποιον άλλο στενό συγγενή. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες, με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων πένθους που παρουσίασαν με την πάροδο του χρόνου.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, εκείνοι που ανήκαν στην ομάδα με την πιο έντονη και παρατεταμένη θλίψη εμφάνισαν κατά 88% υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σε σχέση με όσους είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα πένθους, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Frontiers in Public Health.

Επιπλέον, τα άτομα με πιο σοβαρό πένθος ήταν πολύ πιο πιθανό να βρίσκονται σε ψυχοθεραπεία ή να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα ακόμα και τρία χρόνια μετά την απώλεια. Ωστόσο, επτά χρόνια μετά, οι διαφορές αυτές μειώνονταν αισθητά.

Οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη πλήρως κατανοήσει γιατί όσοι επηρεάστηκαν περισσότερο από το πένθος ήταν και εκείνοι που είχαν αυξημένες πιθανότητες να πεθάνουν στη δεκαετία που ακολούθησε.

«Έχουμε ήδη εντοπίσει σύνδεση ανάμεσα σε υψηλά επίπεδα πένθους και αυξημένα περιστατικά καρδιαγγειακών νοσημάτων, ψυχικών διαταραχών και ακόμη και αυτοκτονίας. Όμως η συσχέτιση με τη θνησιμότητα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση», δήλωσε η Mette Kjærgaard Nielsen, μία εκ των συγγραφέων της μελέτης και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Aarhus.

Ποιοι «κινδυνεύουν» περισσότερο

Η Nielsen επεσήμανε επίσης πως οι συμμετέχοντες με υψηλά επίπεδα πένθους είχαν συχνά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και λάμβαναν ψυχιατρική αγωγή ήδη πριν από την απώλεια, κάτι που δείχνει ότι υπήρχαν προϋπάρχοντα σημάδια ψυχικής ευαλωτότητας, τα οποία ενδέχεται να επιδείνωσαν την αντίδρασή τους στο πένθος.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 62 έτη, όταν ξεκίνησε η έρευνα, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένα προβλήματα υγείας ίσως σχετίζονταν και με τη γήρανση. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες.

Αξίζει να σημειωθεί πως η μελέτη ήταν σχετικά μικρή: μόλις 107 άτομα κατηγοριοποιήθηκαν στην ομάδα με το «υψηλό πένθος», ενώ 670 συμμετείχαν στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα πένθους. Μεγαλύτερης κλίμακας έρευνες απαιτούνται για την επιβεβαίωση των ευρημάτων.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα προσθέτει ακόμη ένα λιθαράκι στη συνεχώς αυξανόμενη βάση δεδομένων που καταγράφει πώς τα συναισθηματικά σοκ επηρεάζουν την υγεία μας.

Μία από τις πιθανές επιπτώσεις είναι η λεγόμενη καρδιομυοπάθεια takotsubo, γνωστή και ως σύνδρομο ραγισμένης καρδιάς, επειδή συνδέεται με έντονα ψυχολογικά γεγονότα όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καρδιά διογκώνεται προσωρινά και υπολειτουργεί, προκαλώντας καρδιακή ανεπάρκεια που συχνά συγχέεται με έμφραγμα.

Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν το σύνδρομο, ενώ οι άνδρες είναι πιο πιθανό να πεθάνουν εξαιτίας του, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε νωρίτερα φέτος στο Journal of the American Heart Association.

Άλλη έρευνα έδειξε πως οι άνθρωποι που πενθούν είναι πιο πιθανό να πεθάνουν από καρδιοπάθειες ή αυτοκτονία μέσα στα τρία πρώτα χρόνια μετά την απώλεια του/της συζύγου τους. Ειδικά οι άνδρες έχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από πεπτικά ή αναπνευστικά προβλήματα.

Η Nielsen υπογράμμισε πως τα τελευταία ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν τους γιατρούς να αναγνωρίσουν σημάδια κινδύνου σε ασθενείς που πενθούν.

«Μπορούν έτσι να τους προσφέρουν εξατομικευμένη παρακολούθηση μέσω του οικογενειακού γιατρού ή να τους παραπέμψουν σε ιδιώτη ψυχολόγο ή σε **δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας», εξήγησε.

Σχετικά Άρθρα