Όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν τον τρόπο να χάσουν βάρος χωρίς να θυσιάσουν τη γεύση ή την ποιότητα της διατροφής τους. Μια νέα μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο ρίχνει φως στον ρόλο που παίζουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα στη διαχείριση του βάρους, προσφέροντας πολύτιμες απαντήσεις για το τι πραγματικά κάνει τη διαφορά στην υγεία μας.
Έχει επισημανθεί εδώ και καιρό από ειδικούς ότι τα ultra-επεξεργασμένα τρόφιμα είναι βασικός παράγοντας στην παγκόσμια κρίση της παχυσαρκίας, που επηρεάζει περίπου έναν στους οκτώ ανθρώπους.
Τέτοια τρόφιμα περιλαμβάνουν συνήθως υψηλές ποσότητες κορεσμένων λιπαρών, ζάχαρης και αλατιού, όπως πατατάκια, κατεψυγμένα έτοιμα γεύματα και επεξεργασμένα κρέατα. Ωστόσο, σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται και πιο καθημερινά είδη, όπως το ολικής άλεσης ψωμί και τα ψημένα φασόλια, που δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινά.
Αυτό έχει πυροδοτήσει μια έντονη συζήτηση για το αν τελικά σημαντικότερο ρόλο παίζει η σύσταση των τροφίμων ή η επεξεργασία που υφίστανται.
Η πιο πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι μια διατροφή με ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα είναι πιο αποτελεσματική για απώλεια βάρους, χωρίς όμως να αποκλείεται ότι και μια διατροφή πλούσια σε ultra-επεξεργασμένα γεύματα μπορεί να είναι υγιεινή, αρκεί να ακολουθεί τις διατροφικές οδηγίες.
Όπως τονίζει η Tracy Parker, υπεύθυνη διατροφής στο British Heart Foundation, «το να κόψουμε τελείως τα ultra-επεξεργασμένα τρόφιμα από τη διατροφή μας δεν είναι ρεαλιστικό για τους περισσότερους. Ωστόσο, η προσθήκη περισσότερων φυσικών ή σπιτικών γευμάτων σε μια ισορροπημένη διατροφή μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη».
Η κλινική δοκιμή περιλάμβανε 55 ενήλικες στην Αγγλία, οι οποίοι πριν από τη μελέτη ακολουθούσαν διατροφή πλούσια σε ultra-επεξεργασμένα τρόφιμα και είχαν μέσο δείκτη μάζας σώματος (BMI) γύρω στο 33 (που κατατάσσεται στην κατηγορία της παχυσαρκίας).
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες:
Μετά από ένα μήνα διακοπής, οι ομάδες αντάλλαξαν διατροφές για άλλες οκτώ εβδομάδες. Και οι δύο δίαιτες ακολουθούσαν τις επίσημες οδηγίες του Ηνωμένου Βασιλείου για υγιεινή διατροφή, με ίδιες ποσότητες λιπαρών, πρωτεϊνών, υδατανθράκων, αλατιού, φυτικών ινών και φρούτων/λαχανικών — η μόνη διαφορά ήταν το επίπεδο επεξεργασίας των τροφίμων.
Στο τέλος, και οι δύο ομάδες έχασαν βάρος, όμως η ομάδα με την ελάχιστα επεξεργασμένη διατροφή έχασε διπλάσιο βάρος (περίπου 2% του σωματικού τους βάρους) σε σχέση με την άλλη (περίπου 1%).
Όπως εξηγεί ο ερευνητής Samuel Dicken από το University College London, «αν και μια μείωση 2% φαίνεται μικρή, αυτή συνέβη μέσα σε μόλις οκτώ εβδομάδες και χωρίς να προσπαθούν οι συμμετέχοντες ενεργά να μειώσουν την πρόσληψη τροφής. Με τον καιρό, η διαφορά αυτή μπορεί να γίνει σημαντική».
Σε ένα χρόνο, οι άνδρες που ακολουθούν τη διατροφή με ελάχιστη επεξεργασία θα μπορούσαν να χάσουν έως και 13% του βάρους τους, σε αντίθεση με 4% σε μια ultra-επεξεργασμένη δίαιτα. Για τις γυναίκες, η εκτίμηση είναι 9% έναντι 4%.
Η μεγαλύτερη απώλεια βάρους στην ομάδα με τα ελάχιστα επεξεργασμένα γεύματα οφείλεται σε σημαντική μείωση του λιπώδους ιστού και του σωματικού νερού, που δείχνει πιο υγιή σύνθεση σώματος. Επίσης, οι συμμετέχοντες ανέφεραν λιγότερες λιγούρες.
Όμως, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές σε άλλους δείκτες υγείας, όπως αρτηριακή πίεση, καρδιακό ρυθμό και βιοχημικούς δείκτες για τη λειτουργία του ήπατος, το σάκχαρο, τη χοληστερόλη και τη φλεγμονή.
Το γεγονός ότι και στις δύο δίαιτες υπήρξε απώλεια βάρους υποδηλώνει πως τα ultra-επεξεργασμένα τρόφιμα δεν είναι πάντα «κακά», σύμφωνα με ανεξάρτητους ειδικούς.
Όπως σχολιάζει ο καθηγητής Gunter Kuhnle από το University of Reading, «το πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα είναι πως και οι δύο ομάδες έχασαν βάρος — κάτι που αντιβαίνει στη συνηθισμένη πεποίθηση πως τα ultra-επεξεργασμένα τρόφιμα οδηγούν σε αύξηση βάρους».
Οι ερευνητές επισημαίνουν ωστόσο πως η μελέτη έχει περιορισμούς, όπως ο μικρός αριθμός συμμετεχόντων και το σύντομο χρονικό διάστημα, και ότι απαιτούνται μεγαλύτερες και μακροχρόνιες έρευνες για να κατανοήσουμε πλήρως τις επιπτώσεις.
Ο Dr Chris van Tulleken, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και ερευνητής στο University College London, επισημαίνει την ευρεία διαθεσιμότητα φθηνών, ανθυγιεινών τροφίμων ως βασικό παράγοντα στην παγκόσμια αύξηση της παχυσαρκίας.
Καλεί σε πολιτικές παρεμβάσεις που θα κάνουν τις ανθυγιεινές επιλογές λιγότερο ελκυστικές, όπως ετικέτες προειδοποίησης, περιορισμούς στη διαφήμιση και φορολογία.
Η μελέτη «τονίζει την ανάγκη να μετατοπιστεί η ευθύνη από το άτομο προς το περιβάλλον που καθορίζει τις διατροφικές επιλογές», καταλήγει.