Το antivirus (αντιικό, ή πιο απλά, λογισμικό προστασίας από ιούς) αποτελεί για πολλούς το βασικό «όπλο» προφύλαξης των ηλεκτρονικών συσκευών τους. Ωστόσο, όπως έχουμε δει, υπάρχουν απειλές που είναι ισχυρές ακόμη και για τα ισχυρότερα προγράμματα.
Καθώς οι διαδικτυακοί κίνδυνοι αυξάνονται συνεχώς, όλο και περισσότεροι υιοθετούν μια επικίνδυνα αδιάφορη στάση του τύπου «δεν θα συμβεί σε μένα».
Είναι λογικό, οι σύγχρονοι browsers και τα λειτουργικά συστήματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά, εντοπίζοντας πιο αποτελεσματικά κινδύνους. Όμως, όσο εξελίσσεται η τεχνολογία, τόσο εξελίσσονται και οι κυβερνοεπιθέσεις.
Σήμερα, η πλήρης προστασία απαιτεί συνδυασμό antivirus και VPN, ειδικά για όσους εργάζονται εξ αποστάσεως ή χρησιμοποιούν πολλές συσκευές καθημερινά.
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει αρχίσει να αξιοποιείται από κυβερνοεγκληματίες με ανησυχητικούς τρόπους. Τα phishing emails, τα οποία παλαιότερα ήταν ευκολότερα αναγνωρίσιμα, μπορούν πλέον να παραχθούν από ΑΙ με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν απόλυτα αυθεντικά. Παράλληλα, το κακόβουλο λογισμικό μπορεί να τροποποιείται δυναμικά σε πραγματικό χρόνο, ώστε να παρακάμπτει τα φίλτρα προστασίας.
Παρατηρείται επίσης σημαντική αύξηση στις επιθέσεις ransomware. Στο παρελθόν, οι επιτιθέμενοι κλείδωναν τα αρχεία και απαιτούσαν λύτρα για την αποκρυπτογράφησή τους. Πλέον, αντιγράφουν πρώτα τα δεδομένα και απειλούν με δημοσιοποίηση στο dark web, σε περίπτωση μη καταβολής χρημάτων.
Τα εργαλεία ransomware κυκλοφορούν πλέον ελεύθερα, καθιστώντας το έγκλημα στον κυβερνοχώρο πιο «προσβάσιμο» από ποτέ. Επιπλέον, οι επιτιθέμενοι αξιοποιούν την ΑΙ για να βελτιστοποιούν τις μεθόδους επίθεσης και να επιλέγουν στόχους με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Η εξ αποστάσεως εργασία επιτείνει τον κίνδυνο, καθώς πολλοί εργαζόμενοι συνδέονται στο εταιρικό δίκτυο μέσω μη ασφαλών οικιακών ή δημόσιων συνδέσεων, χρησιμοποιώντας προσωπικές ή ανεπαρκώς προστατευμένες συσκευές. Δεν είναι όμως μόνο οι εξωτερικοί κίνδυνοι που απειλούν την ασφάλεια. Εσωτερικές απειλές, όπως η χρήση υπολογιστών από παιδιά ή ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας, μπορεί να οδηγήσουν εξίσου σε παραβιάσεις ασφάλειας.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ακόμη και ένα φαινομενικά μεμονωμένο περιστατικό μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο το οικιακό ή εταιρικό δίκτυο και να προκαλέσει σοβαρές οικονομικές απώλειες.
Ένα αξιόπιστο antivirus προσφέρει προστασία από διάφορες μορφές κακόβουλου λογισμικού, εντοπίζοντας ύποπτα αρχεία ή εφαρμογές και παρακολουθώντας την κίνηση στο δίκτυο. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προλάβει μια επίθεση πριν αυτή εκδηλωθεί.
Αρκετοί βασίζονται αποκλειστικά σε προεγκατεστημένες λύσεις, όπως το Windows Defender, όμως τέτοια προγράμματα δεν προσφέρουν επαρκή κάλυψη για τις σύγχρονες απειλές. Συγκεκριμένα:
Αντιθέτως, τα σύγχρονα antivirus διαθέτουν μηχανισμούς τεχνητής νοημοσύνης για την έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη απειλών και προσφέρουν πολλαπλά επίπεδα προστασίας. Σε σύγκριση με το κόστος αποκατάστασης μετά από μία κυβερνοεπίθεση, η οικονομική επένδυση σε μια τέτοια λύση θεωρείται ιδιαίτερα συμφέρουσα.
Ένα VPN (Virtual Private Network) είναι ένα λογισμικό που κρυπτογραφεί τα δεδομένα σας και τα διοχετεύει μέσω ασφαλούς διακομιστή, προστατεύοντας την ταυτότητά σας και καθιστώντας την κυκλοφορία των δεδομένων αδιάβαστη από τρίτους, ακόμη και σε μη ασφαλή δίκτυα.
Με απλά λόγια, το VPN:
Η χρήση VPN είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για πρόσβαση σε εταιρικούς πόρους, cloud υπηρεσίες ή δημόσια δίκτυα Wi-Fi, και προσφέρει προστασία σε όλες τις πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένων κινητών τηλεφώνων.
Σε σύγκριση με άλλες λύσεις ασφάλειας, το VPN είναι από τις οικονομικότερες επιλογές. Για παράδειγμα, μια συνδρομή στην NordVPN, θεωρούμενη ως κορυφαία επιλογή, κοστίζει λιγότερο από 4 ευρώ τον μήνα για διετείς συνδρομές.
Η απάντηση είναι ναι.
Αν και τόσο το antivirus όσο και το VPN προσφέρουν σημαντική προστασία, δεν καλύπτουν τους ίδιους τομείς κινδύνου.
Η συνδυαστική χρήση τους διασφαλίζει ότι, ακόμη κι αν μια απειλή περάσει το ένα φίλτρο, το δεύτερο θα τη σταματήσει. Παράδειγμα: Ένα VPN δεν θα σας προστατεύσει αν κατεβάσετε ένα κακόβουλο αρχείο από παραπλανητικό email. Αντίστοιχα, ένα antivirus δεν θα προστατεύσει τα δεδομένα σας κατά τη μεταφορά σε ένα επισφαλές δημόσιο δίκτυο.
Για επιχειρήσεις, η βασική προστασία με antivirus και VPN δεν επαρκεί. Στην περίπτωση αυτή, η λύση Endpoint Protection (EPP) προσφέρει ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης ασφάλειας.
Ένα EPP:
Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει λειτουργίες όπως:
Παρότι πρόκειται για πιο εξειδικευμένη λύση, η εγκατάστασή της είναι απλή και, σε βάθος χρόνου, μπορεί να αποδειχθεί πιο οικονομική, προστατεύοντας καλύτερα την επιχειρησιακή συνέχεια.
Ακόμη και οι πιο σύγχρονες τεχνολογικές λύσεις δεν επαρκούν αν δεν συνοδεύονται από βασικές αρχές ψηφιακής ασφάλειας.
Για ιδιώτες:
Για επιχειρήσεις:
Η ανθρώπινη απροσεξία παραμένει η κυριότερη αιτία παραβιάσεων, γι’ αυτό και η τεχνολογία πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά με την κατάλληλη κουλτούρα ασφάλειας.