Νέα επιστημονική μελέτη εντόπισε τις περιοχές του πλανήτη με τη μεγαλύτερη δυνατότητα αναδάσωσης και απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) από την ατμόσφαιρα, χωρίς να προκαλείται ζημιά σε ανθρώπους ή άγρια ζωή.
Οι «win-win» περιοχές εκτείνονται από τις ανατολικές ΗΠΑ και τη δυτική Καναδά, μέχρι τη Βραζιλία και την Κολομβία, αλλά και σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Συνολικά, πρόκειται για 195 εκατομμύρια εκτάρια (ή 482 εκατ. στρέμματα). Αν αναδασωθούν, θα μπορούσαν να αφαιρούν από την ατμόσφαιρα 2,2 δισ. τόνους CO₂ ετησίως – ποσότητα ισοδύναμη με τις ετήσιες εκπομπές όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με όσα μεταδίδει η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Παλαιότεροι χάρτες είχαν δείξει πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις ως κατάλληλες για αναδάσωση, αλλά δέχθηκαν έντονη κριτική επειδή περιλάμβαναν σημαντικά οικοσυστήματα, όπως οι σαβάνες, και αγνοούσαν τις επιπτώσεις σε εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν ή εξαρτώνται από τα δάση.
Η ερευνητική ομάδα πίσω από τους νέους χάρτες βασίστηκε σε προηγούμενες μελέτες αλλά ακολούθησε συντηρητική μεθοδολογία, ώστε να αναδείξει τις περιοχές με τη μέγιστη δυναμική και τις λιγότερες παρενέργειες.
Εστίασαν αποκλειστικά σε πυκνά δάση με κλειστή κόμη και απέκλεισαν περιοχές που είχαν πληγεί πρόσφατα από πυρκαγιές. Το αποτέλεσμα ήταν ένας χάρτης που εμφανίζει 195 εκατ. εκτάρια αναδασωτικών ευκαιριών — έκταση αντίστοιχη με αυτή του Μεξικού, αλλά έως και 90% μικρότερη σε σχέση με προηγούμενους χάρτες. Εάν συνυπολογιστούν επιπλέον περιορισμοί, όπως η αποφυγή κοινωνικών συγκρούσεων με τοπικούς πληθυσμούς, η δυνατότητα απορρόφησης CO₂ περιορίζεται στα 1,5 δισ. τόνους ετησίως.
Οι χάρτες αναδασωτικών ευκαιριών είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η αναδάσωση είναι η μεγαλύτερη και φθηνότερη λύση για την απορρόφηση CO₂ από την ατμόσφαιρα. Ωστόσο, τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να στοχεύουν στις πιο κατάλληλες περιοχές για να μεγιστοποιήσουν το όφελος.
«Η αναδάσωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μείωση των εκπομπών ορυκτών καυσίμων, αλλά ακόμη κι αν σταματούσαμε τις εκπομπές αύριο, θα έπρεπε να αφαιρέσουμε το πλεονάζον CO₂ από την ατμόσφαιρα», δήλωσε η Dr Susan Cook-Patton από τον οργανισμό The Nature Conservancy (TNC) και συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications. «Τα δέντρα αποτελούν αποτέλεσμα εκατομμυρίων ετών εξέλιξης που τα έχει καταστήσει ιδανικά να απορροφούν CO₂ και να το “κλειδώνουν” σε αποθέματα άνθρακα. Είναι μια λύση έτοιμη να εφαρμοστεί τώρα».
Η ίδια προσέθεσε: «Καθώς οι κλιματικές καταστροφές πολλαπλασιάζονται σε όλο τον κόσμο, είναι προφανές πως δεν έχουμε χρόνο για “καλοπροαίρετες αλλά ασαφείς” παρεμβάσεις. Πρέπει να κινηθούμε άμεσα προς τις περιοχές που προσφέρουν τα μεγαλύτερα οφέλη για ανθρώπους και φύση, με τις λιγότερες παρενέργειες – εκεί όπου η λύση είναι πραγματικά win-win. Αυτή η μελέτη θα βοηθήσει ηγέτες και επενδυτές να κάνουν ακριβώς αυτό».
Ο Prof Simon Lewis από το University College London, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε: «Έχουν υπάρξει πολλές μελέτες για το παγκόσμιο δυναμικό αναδάσωσης με υπερβολικά αισιόδοξα νούμερα. Αυτή η μελέτη είναι το αντίδοτο σε αυτή την υπερβολή. Τα νέα δάση στις περιοχές με το χαμηλότερο ρίσκο παγκοσμίως θα μπορούσαν να αφαιρούν περίπου 5% των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών CO₂ ετησίως – σημαντικό, αλλά όχι πανάκεια».
Οι επιπλέον επιλογές που ανέπτυξαν οι επιστήμονες πέρα από τον βασικό χάρτη των 195 εκατ. εκταρίων στηρίχθηκαν σε τρία βασικά κριτήρια:
«Πάντα υπάρχουν αξίες ή στόχοι που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται ένας χάρτης και το αποτέλεσμα που προκύπτει», εξηγεί ο Kurt Fesenmyer από το TNC, κύριος συγγραφέας της μελέτης. Η έκταση που πληροί όλα τα κριτήρια είναι σχετικά μικρή — περίπου 15 εκατ. εκτάρια — οπότε οι ερευνητές ελπίζουν ότι κυβερνήσεις και ΜΚΟ θα χρησιμοποιήσουν τους διαδραστικούς χάρτες για να αναδείξουν τις βέλτιστες λύσεις στις χώρες τους.
Η εστίαση στις κοινωνικές συγκρούσεις ήταν κρίσιμη, καθώς σχεδόν 100 εκατ. άνθρωποι ζουν στις περιοχές του χάρτη. «Προηγούμενες μελέτες συχνά αγνοούσαν το πώς η αναδάσωση θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ευημερία των ανθρώπων, ειδικά των φτωχών κατοίκων απομακρυσμένων περιοχών», τόνισε ο Dr Forrest Fleischman από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις είναι πιο πιθανές όταν οι άνθρωποι δεν έχουν κατοχυρωμένα δικαιώματα γης, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από φυσικούς πόρους για τροφή και καύσιμα και ζουν σε χώρες όπου τα πολιτικά δικαιώματα δεν γίνονται σεβαστά», πρόσθεσε.
Η αφαίρεση τέτοιων περιοχών από τον χάρτη μείωσε τις ευκαιρίες αναδάσωσης κατά περίπου ένα τρίτο, αλλά οι περιοχές που απομένουν θα μπορούσαν ακόμα να απορροφούν 1,5 δισ. τόνους CO₂ τον χρόνο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε ΗΠΑ, Καναδά, Ευρώπη και Αυστραλία, αλλά και στη Βραζιλία, η οποία θα φιλοξενήσει τη διάσκεψη Cop30 του ΟΗΕ για το κλίμα τον Νοέμβριο.
Ο Lewis συμφώνησε με την προσέγγιση της νέας μελέτης: «Ποιος θέλει να καλυφθούν οι φυσικές σαβάνες όπως το Serengeti με δέντρα και όχι με λιοντάρια, ελέφαντες και άλλο άγριο ζώο; Και η φύτευση δέντρων σε περιοχές που καίγονται συχνά δεν προσφέρει μακροπρόθεσμη αποθήκευση άνθρακα, οπότε φυσικά πρέπει να εξαιρεθούν».
Ωστόσο, προειδοποίησε: «Ο πιο συντηρητικός χάρτης αποκλείει σχεδόν ολόκληρη την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία, λόγω φόβων για συγκρούσεις δικαιωμάτων γης. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να διαιωνιστεί η φτώχεια, εάν οι επενδύσεις στη φύση αποφεύγουν τις φτωχές χώρες με αδύναμη διακυβέρνηση. Τα σχέδια για επενδύσεις στη φύση με στόχο τη βελτίωση της τοπικής ζωής, αλλά και το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, πρέπει να αξιοποιηθούν, γιατί συχνά αυτά τα οφέλη πάνε μαζί».