Η επιβολή ενός φόρου στα αεροπορικά εισιτήρια θα μπορούσε να αποφέρει περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλεί η κλιματική κρίση, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η αεροπορική μετακίνηση είναι ο πιο ρυπογόνος τρόπος ταξιδιού, αλλά παραμένει τεχνητά φθηνός, καθώς τα καύσιμα των αεροπλάνων συχνά δεν φορολογούνται και το κόστος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν καλύπτεται.
Ο τομέας της αεροπορίας ευθύνεται για περισσότερο από το 2% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες, μόλις οι μισοί πολίτες ταξιδεύουν με αεροπλάνο κάθε χρόνο, ενώ το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για περισσότερο από το 50% των εκπομπών από αεροπορικά ταξίδια.
Ήδη αρκετές χώρες εξετάζουν την επιβολή τέλους στα αεροπορικά εισιτήρια, προκειμένου να συγκεντρωθούν κεφάλαια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ιδίως σε φτωχές χώρες.
Σύμφωνα με ανάλυση της ολλανδικής περιβαλλοντικής συμβουλευτικής εταιρείας CE Delft, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ομάδας Εργασίας Παγκόσμιων Αλληλέγγυων Τελών (Global Solidarity Levies Task Force), ένας φόρος που θα ξεκινά από 10 ευρώ για πτήσεις μικρών αποστάσεων σε οικονομική θέση (συμπεριλαμβανομένων και εσωτερικών πτήσεων), και θα φτάνει τα 30 ευρώ για πτήσεις μεγάλων αποστάσεων, ενώ για την business class θα κυμαίνεται από 20 ευρώ για μικρές αποστάσεις έως και 120 ευρώ για μεγάλες αποστάσεις, θα μπορούσε να αποφέρει περίπου 106 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Εναλλακτικά, εάν ο φόρος βασιζόταν στην κατανάλωση καυσίμου αντί για την τιμή του εισιτηρίου, θα μπορούσε να αποφέρει περίπου 84 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, αν και ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν πιο ευάλωτο σε παρακάμψεις από τις αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν διαδρομές για να αποφύγουν τη φορολογία.
Η κοινή γνώμη φαίνεται θετική σε μια τέτοια προοπτική, καθώς δημοσκοπήσεις των οργανώσεων Oxfam και Greenpeace έδειξαν ότι περίπου τρεις στους τέσσερις πολίτες σε 13 χώρες θεωρούν πως οι εύποροι επιβάτες αεροπορικών ταξιδιών θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερους φόρους.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν, επίσης, να προσαρμόσουν το μέτρο ώστε να επιβαρύνει περισσότερο τους πλούσιους και τους συχνούς ταξιδιώτες. Παράλληλα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ξεχωριστό καθεστώς φορολόγησης για τα ιδιωτικά τζετ.
Γαλλία, Κένυα και Μπαρμπέιντος βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για την καθιέρωση ενός τέτοιου φόρου, καθώς και άλλων πιθανών πηγών εσόδων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως είναι οι φόροι στη ναυτιλία και στα ορυκτά καύσιμα. Οι λεγόμενοι παγκόσμιοι αλληλέγγυοι φόροι (global solidarity levies) θεωρούνται ένα από τα πιο άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα.
Η Laurence Tubiana, συμπρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Παγκόσμιων Αλληλέγγυων Τελών και επικεφαλής της πρωτοβουλίας που στηρίζεται από τις τρεις χώρες, τόνισε:
«Οι νέοι φόροι σε εισιτήρια πρώτης θέσης, business class ή σε ιδιωτικά τζετ μπορούν να συγκεντρώσουν σημαντικά ποσά για τομείς όπως η υγεία, οι μεταφορές, το κλίμα και η ανάπτυξη. Σε όλο τον κόσμο, οι πολίτες πληρώνουν υψηλούς φόρους στα καύσιμα των αυτοκινήτων τους, την ώρα που οι εμπορικές αεροπορικές εταιρείες και τα ιδιωτικά τζετ δεν πληρώνουν σχεδόν τίποτα. Μπορούμε να αποκαταστήσουμε αυτή την αδικία με μια μικρή επιπλέον εισφορά από εκείνους που έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες, χωρίς να επηρεάσουμε τις τιμές για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που εργάζονται σκληρά όλο τον χρόνο για να κάνουν ένα περιστασιακό ταξίδι».
Οι κυβερνήσεις συναντώνται αυτήν την περίοδο στη Βόννη για να συζητήσουν ενόψει της διάσκεψης Cop30, που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο στη Βραζιλία. Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις εκφράζουν ανησυχία πως δίνεται ελάχιστη προσοχή στη χρηματοδότηση της κλιματικής δράσης, που προβλέπει συνεισφορές από τις πλουσιότερες χώρες προς τις φτωχότερες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Στην περσινή διάσκεψη Cop29 στο Αζερμπαϊτζάν, τα κράτη συμφώνησαν ότι πρέπει να διατεθούν 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2035 για τη στήριξη των φτωχότερων χωρών. Από αυτό το ποσό, τουλάχιστον 300 δισεκατομμύρια δολάρια θα πρέπει να προέρχονται απευθείας από τις πλούσιες χώρες, ενώ το υπόλοιπο θα καλυφθεί από ποικίλες πηγές, όπως οι παγκόσμιοι αλληλέγγυοι φόροι, ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά άνθρακα.
Πολλές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ζητούν επίσης να πληρώσουν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων για τις ζημιές που έχουν προκαλέσει. Σύμφωνα με έρευνα των Oxfam και Greenpeace, περίπου 8 στους 10 πολίτες σε χώρες όπως Βραζιλία, Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ινδία, Κένυα, Μεξικό, Φιλιππίνες, Νότια Αφρική, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ, υποστηρίζουν την ιδέα της φορολόγησης των ρυπογόνων βιομηχανιών.
Η Chiara Liguori, ανώτερη σύμβουλος πολιτικής στην Oxfam, δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Οι πλούσιοι ρυπαντές εξακολουθούν να αποκομίζουν κέρδη από την κλιματική καταστροφή, καταστρέφοντας τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν έχουν συμβάλει στην κλιματική κρίση. Δίκαιοι φόροι στις ρυπογόνες βιομηχανίες παγκοσμίως μπορούν να σώσουν ζωές, να προσφέρουν άμεση και ουσιαστική βοήθεια σε ευάλωτες χώρες και να ενισχύσουν τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».