MENU

Σε νέα έργα υποδομής βάσει των Προτύπων Προτάσεων θα «επενδύσει» το Υπερταμείο

Προϋπόθεση είναι το κόστος των μελετών και η διαδικασία ωρίμανσης να επιβαρύνουν τον ιδιώτη που υποβάλλει την Πρότυπη Πρόταση

Περισσότερο κεντρικό ρόλο φαίνεται να αποκτούν σταδιακά οι Πρότυπες Προτάσεις σε ότι αφορά στον σχεδιασμό μεγάλων έργων υποδομής, καθώς το κράτος αναζητά τρόπους να επιταχύνει τις διαδικασίες ωρίμανσης και να κινητοποιήσει ιδιωτικά κεφάλαια, χωρίς να επιβαρύνει άμεσα τον δημόσιο προϋπολογισμό. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το συγκεκριμένο εργαλείο μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στον δημόσιο σχεδιασμό και την ιδιωτική πρωτοβουλία, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστεί με σαφείς κανόνες και ξεκάθαρη κατανομή ρόλων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία έχει η τοποθέτηση του Παναγιώτη Σταμπουλίδη, αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου του Υπερταμείου, σε πρόσφατο συνέδριο, ο οποίος περιέγραψε πώς βλέπει ο οργανισμός τον θεσμό των Πρότυπων Προτάσεων και τη δυνητική εμπλοκή του σε αυτές. Όπως ανέφερε, το νέο επενδυτικό fund του Υπερταμείου, που έχει δημιουργηθεί για να επενδύσει 35 εκατ. ευρώ σε υποδομές και τεχνολογία, είναι πιο πιθανό να κατευθυνθεί σε έργα που προέρχονται από Πρότυπες Προτάσεις, παρά σε έργα που σχεδιάζονται εξ ολοκλήρου από το Δημόσιο.

Η λογική πίσω από αυτή την προσέγγιση είναι ότι ένα έργο που κατατίθεται ως Πρότυπη Πρόταση συνοδεύεται ήδη από βασικό σχεδιασμό και τεχνική ωρίμανση, γεγονός που μειώνει τον χρόνο και την αβεβαιότητα. Ωστόσο, ο ίδιος έθεσε ως απολύτως αναγκαία προϋπόθεση τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, επισημαίνοντας ότι χωρίς σαφείς κανόνες το μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Καθοριστικό σημείο στην τοποθέτησή του αποτέλεσε και η μεταφορά του κόστους σχεδιασμού και ωρίμανσης στον ιδιωτικό τομέα. Όπως ξεκαθάρισε, τόσο το κόστος των μελετών όσο και η διαδικασία ωρίμανσης θα πρέπει να επιβαρύνουν τον ιδιώτη που υποβάλλει την Πρότυπη Πρόταση, καθώς το Δημόσιο διαθέτει συγκεκριμένους και περιορισμένους πόρους. Σε αυτό το σχήμα, το κράτος διατηρεί τον ρόλο του αξιολογητή και του τελικού αποφασίζοντα, χωρίς όμως να αναλαμβάνει το αρχικό ρίσκο.

Δυνατότητα τροποποίησης των παραμέτρων του έργου από το Δημόσιο

Από την πλευρά των κατασκευαστικών εταιρειών και των παραχωρήσεων, ο Γιώργος Συριανός, πρόεδρος του ΣΤΕΑΤ και διευθύνων δύμβουλος της Άκτωρ Παραχωρήσεις, εστίασε στον ρόλο που διατηρεί το Δημόσιο ακόμη και όταν ένα έργο προωθείται μέσω Πρότυπης Πρότασης. Όπως υπογράμμισε, το θεσμικό πλαίσιο προβλέπει ρητά τη δυνατότητα του Δημοσίου να ζητά τροποποιήσεις στο προτεινόμενο έργο, τόσο ως προς το φυσικό αντικείμενο όσο και ως προς το κόστος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σήραγγα Ηλιούπολης. Σύμφωνα με τον ίδιο, το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αν επιθυμεί μια μικρότερη σήραγγα, με χαμηλότερο προϋπολογισμό και σημαντική εξοικονόμηση πόρων. Η σχετική πρόβλεψη, όπως εξήγησε, εμφανίζεται ρητά σε τρεις διαφορετικές φάσεις του νόμου για τις Πρότυπες Προτάσεις, διασφαλίζοντας ότι ο δημόσιος έλεγχος δεν χάνεται.

Πέρα από τη Σήραγγα Ηλιούπολης, ο κ. Συριανός ανέδειξε και άλλα έργα που θεωρεί κρίσιμα για την αποσυμφόρηση της Αττικής. Μεταξύ αυτών, τη διασύνδεση του πρώην Ελληνικού με το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένα έργο μεγάλης κλίμακας που, όπως εκτίμησε, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω παραχώρησης και αποτελεί ζήτημα βιωσιμότητας για το σύνολο της επένδυσης στο Ελληνικό. Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανάγκη ριζικής αναδιάρθρωσης του Κηφισού, με προτάσεις για υπόγεια συνέχιση του βασικού άξονα από τον Πειραιά προς το Σχιστό, ώστε να απελευθερωθεί ο κεντρικός κυκλοφοριακός κορμός της Αττικής.

Χρηματοδότηση από «σκιώδη» διόδια και Εθνικό Ταμείο Υποδομών

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε και στο κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης, σε μια περίοδο που οι πόροι του ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δεν επαρκούν για νέα μεγάλα έργα. Σε αυτό το πλαίσιο παρουσίασε πέντε συγκεκριμένους άξονες, που, όπως σημείωσε, βασίζονται σε υπαρκτές συζητήσεις και όχι σε θεωρητικές προσεγγίσεις.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα «σκιώδη» διόδια, τα οποία μπορούν να διασφαλίσουν τη δυνατότητα αποπληρωμής του χρηματοοικονομικού κόστους μετά το 2037, η συμμετοχή του Υπερταμείου με ένα ποσό της τάξης των 20 εκατ. ευρώ σε δύο ή τρία επιλεγμένα έργα, καθώς και η δημιουργία ενός Εθνικού Ταμείου Υποδομών στα πρότυπα της καναδικής Infrastructure Bank. Το ταμείο αυτό θα μπορούσε να αντλεί κεφάλαια μέσω ομολόγων που θα απευθύνονται σε ασφαλιστικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, θεσμικούς αλλά και μικρότερους επενδυτές, χωρίς άμεση επιβάρυνση του Δημοσίου.

Στο ίδιο χρηματοδοτικό πακέτο εντάσσεται η αξιοποίηση μέρους των front fees από παραχωρήσεις για τη στήριξη νέων έργων, καθώς και η ευρωπαϊκή οδηγία για τις τιτλοποιήσεις της 16ης Ιουλίου 2025, η οποία δημιουργεί νέες συνθήκες ρευστότητας μέσω ομολόγων, χωρίς επίδραση στο δημόσιο χρέος.

Συνολικά, οι Πρότυπες Προτάσεις προβάλλουν ως ένα εργαλείο που μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ωριμάζουν και χρηματοδοτούνται τα μεγάλα έργα υποδομής. Από τη μία πλευρά, το Υπερταμείο βλέπει σε αυτές μια πιο ώριμη και διαχειρίσιμη επενδυτική επιλογή. Από την άλλη, οι φορείς της αγοράς υπογραμμίζουν ότι το Δημόσιο διατηρεί καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό και το κόστος των έργων. Το ζητούμενο πλέον είναι η θεσμική ωρίμανση του μοντέλου, ώστε οι Πρότυπες Προτάσεις να λειτουργήσουν ως μοχλός ανάπτυξης και όχι ως πηγή νέων αβεβαιοτήτων.

Περισσότερες ειδήσεις

ΥΠΟΜΕ: Βγάζει από το συρτάρι Πρότυπες Προτάσεις και σχέδια για νέα οδικά έργα στην Αττική – Στόχος η αποσυμφόρηση της κυκλοφορίας

Περιορισμένη πρόσβαση στα έργα ΣΔΙΤ από τις μικρομεσαίες κατασκευαστικές εταιρείες

Π. Λαζαρίδου (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ): Αττική οδός, Εγνατία, και ΒΟΑΚ από τις εμβληματικές υποδομές της χώρας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα

Σχετικά Άρθρα